-
81 παραπολυ
-
82 παρατιθημι
эп. παρτίθημι1) класть возле, ставить перед, подавать(τράπεζαν Hom., NT.; τραγήματα Plut.)
οἱ παρατιθέντες Xen. — прислуживающие за столом;τὰ παρατιθέμενα (βρώματα) Xen., Arst. — подаваемые яства;παραθέσθαι σῖτον Xen. — велеть подать себе кушанья;οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι Xen. — те, которые питаются (более) скромно2) возлагать(στέφανον καρήατι Hes.)
3) предлагать, представлять, преподносить(ξεινήϊα καλά τινι Hom.; παραβολήν τινι NT.; π. ἀπογεύσασθαί τινος Plat.)
παράδειγμα παραθέσθαι Plat. — привести (от себя) пример4) придавать, даровать, предоставлять(τοσσήνδε δύναμίν τινι Hom.)
ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν NT. — кому много дано, с того больше и взыщут5) med. вкладывать, вверять, отдавать на хранение(τὰ χρήματα Her., Polyb.; τέν οὐσίαν ταῖς νήσοις Xen.; ἐν χεῖράς τινός τι NT.)
(κεφαλάς, ψυχάς Hom.)
7) med. прилагать, применятьτέν ὄψιν π. ἐν τῶ διανοεῖσθαι Plat. — применять свое зрение к мышлению, т.е. основывать мышление на зрительных впечатлениях
-
83 πολυαγκιστρον
-
84 πολυαγρος
-
85 πολυαθλος
-
86 πολυαιγος
-
87 πολυαιματος
-
88 πολυαιμεω
-
89 πολυαιμια
-
90 πολυαιμων
-
91 πολυαινος
-
92 πολυαιξ
ϊκος (ᾱῑ) adj. стремительный, бурный, т.е. утомительный, изнурительный(πόλεμος, κάματος Hom.)
-
93 πολυανδρεω
-
94 πολυανδριον
-
95 πολυανδρος
-
96 πολυανθεμος
-
97 πολυανθης
-
98 πολυανθρωπια
-
99 πολυανθρωπος
21) густонаселенный, с большим населением(πόλις Thuc.; δημοκρατίαι Arst.)
2) весьма посещаемый, многолюдный(πανήγυρις Luc.)
3) многочисленный(ἔθνος Polyb.)
-
100 πολυανωρ
1) многолюдный(πόλις Arph.)
2) обильно посещаемый(ξενόεις θρόνος Eur.)
3) имевшая много мужей(γυνή Aesch.)
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek