-
1 πολυηγορος
См. также в других словарях:
πολυηγόρος — ον, Α πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηγορος (< ἀγορά «συνέλευση, συζήτηση»), πρβλ. δικ ηγόρος, κακ ηγόρος] … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek