Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πολυήγορος

См. также в других словарях:

  • πολυηγόρος — much speaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηγόρος — ον, Α πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηγορος (< ἀγορά «συνέλευση, συζήτηση»), πρβλ. δικ ηγόρος, κακ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

  • πολυηγόρε — πολυηγόρος much speaking masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήγορε — πολυήγορος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»