-
1 πολυηγορος
См. также в других словарях:
πολυηγόρος — much speaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηγόρος — ον, Α πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηγορος (< ἀγορά «συνέλευση, συζήτηση»), πρβλ. δικ ηγόρος, κακ ηγόρος] … Dictionary of Greek
πολυηγόρε — πολυηγόρος much speaking masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυήγορε — πολυήγορος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek