-
1 πολυ-τελής
πολυ-τελής, ές, 1) viel aufwendend, kostbar, prächtig lebend, Pol. 8, 11, 7. – 2) was viel Aufwand erfordert, kostbar; Her. 4, 79; Thuc. 7, 27; πομπαὶ καὶ ϑυσίαι, Plat. Alc. II, 149 c; superl., Rep. VI, 507 c; Xen. u. Folgde; δύναμις, Pol. 2, 23, 1 u. sonst; auch adv., πολυτελῶς κατεσκεύασται τὰ βασίλεια, Pol. 10, 10, 9; πολυτελέστερον ζῆν, ib. 25, 5; πολυτελέστατα, Her. 2, 86.
-
2 παμ-πολυ-τελής
παμ-πολυ-τελής, ές, sehr kostbar, Ios.
-
3 πολυτελής
A very expensive, costly, opp.εὐτελής, οἰκίη Hdt.4.79
;τράπεζα Democr.210
;παρακομιδή Th.7.28
; ;παρασκευαί X.Hier.1.20
([comp] Comp.);π. νεκρός
honoured with a costly funeral,Men.
Per.Fr.2; λίθοι, λιθεία, precious stones, OGI90.34 (Rosetta, ii B.C.), 132 (Egypt, ii B.C.): generally, valuable,-εστάτην τὴν τοῦ ὁρᾶν.. δύναμιν ἐδημιούργησεν Pl.R. 507c
; -έστατον ζῷον, v.l. for πολυφρονέστατον, Euryph. ap. Stob.4.39.27.II of persons, lavish, extravagant, coupled with ἄσωτος, Men.615;γυνὴ π. ἐστ' ὀχληρόν Id.325.7
;ἑταίρα π. Id.824
;π. τῷ βίῳ Antiph.80.5
. Adv.- λῶς Eup.335
, Lys.7.31, X.Mem.3.11.4: [comp] Sup., in the costliest manner,Hdt.
2.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτελής
-
4 πολυτελής
πολυ-τελής, ές, (1) viel aufwendend, kostbar, prächtig lebend; (2) was viel Aufwand erfordert, kostbar -
5 πολυτελης
-
6 παμπολυτελής
παμ-πολυ-τελής, ές, sehr kostbar
См. также в других словарях:
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα … Dictionary of Greek
ημιτελής — ές (Α ἡμιτελής, ές) μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν είναι ψυχικά ή πνευματικά άρτιος 2. (για βρέφος) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε τελειότητα 3 … Dictionary of Greek
κακοτελής — κακοτελής, ές (AM) μσν. αυτός που έχει κακό αποτέλεσμα αρχ. εντελώς κακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τελής (< τέλος), πρβλ. πολυ τελής, φιλο τελής] … Dictionary of Greek
προτελής — (proteles cristatus). Θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ο π. διακρίνεται από τις πραγματικές ύαινες, είτε από τη μικρότερη ανάπτυξη του μπροστινού τμήματος του σώματος είτε από την οδοντοφυΐα, που έχει 4 δόντια… … Dictionary of Greek
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français