Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολυ-πάμων

См. также в других словарях:

  • εστιοπάμων — ἑστιοπάμων, ὁ (Α) (στους Δωριείς και στους Αιολείς) ο δεσπότης τής οικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + πάμων (< πάμα «περιουσία») πρβλ. πολυ πάμων] …   Dictionary of Greek

  • παμπάμων — παμπάμων, ον (Α) αυτός που κατέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. πολυ πάμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυπάμων — ον, Α πολυκτήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. παμ πάμων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»