-
1 πολυπλανητος
ион. πουλυπλάνητος 21) долго странствовавший(τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος Her.)
πολυπλάνητοι πόνοι Eur. — мучительные скитания2) подверженный постоянным изменениям, полный превратностей(αἰών Eur.)
3) направляемый то туда, то сюда
См. также в других словарях:
πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… … Dictionary of Greek