Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολυ-πλάσιος

См. также в других словарях:

  • πολυπλάσιος — ία, ον, ΜΑ πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλάσιος* (πρβλ. πολλα πλάσιος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • υπερπλασιάζω — Μ πολλαπλασιάζω κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλασιάζω (< πλάσιος*), πρβλ. πολλα πλασιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՊԱՏԻԿ — (տկի, տկաց.) NBH 1 414 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 12c ա. πολλαπλάσιος, πλάσιος, πολύπλοκος, ποικίλος, πολλάπολυς multiplex, multifarius, varius Բազմապիսի, ազգի ազգի. բազմադիմի. բազում. բազմազան, կամ յոլով. ... *Տեսի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»