-
1 πολυμερής
A consisting of many parts, manifold, opp. εἷς, Ti.Locr.98d ([comp] Sup.), cf. Arist.de An. 411b11, PA 683b5 ([comp] Comp.); ;- έστατον τὸ δωδεκάεδρον Plu.2.427b
. Adv.- ρῶς Porph.Sent.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμερής
-
2 μέρος
Grammatical information: n.Compounds: Rarely as 1. element, e.g. μερ-άρχης m. `distributing official' (Att. inscr.), `commander of a military division' (hell.), very often as 2. part, e.g. πολυ-μερής `consisting of many parts' (Ti. Locr., Arist.).Derivatives: (s. also on μερίζω below) μερίς, - ίδος f. `part, distribution, contribution, plot of ground, district, class' (Att., hell.; on the meaning as against μέρος Chantraine Form. 345) with μερίδ-ιον (Arr.); as 1. member a. o. in μεριδ-άρχης m. `governor of a district' (pap., LXX). -- From μέρος also: μερίτης m. `participant' (D., Plb.; Fraenkel Nom. ag. 2, 211, Redard 43) with μεριτικός `belonging to the με-ρίτης' (Lyd.), ( συμ-)μεριτεύω, - ομαι `distribute(among themselves)' (LXX, pap.), with μεριτεία `distribution of property' (pap.); μερικός `concerning the part, individual, special' (Aristipp. ap. D. L.) with - κεύω `consider as individual' (Steph. in Rh., Eust.); μερόεν μεριστικόν H.; μέρεια or - εία in ἐν τᾶι μερείᾱι (Tab. Heracl.; cf. Schwyzer 469). -- Denomin. (first from μέρος, but also from μερίς): μερίζω, Dor. - ίσδω, also mith prefix as ἐπι-, δια-, κατα-, `distribute', midd. `dictribute among one another, drive apart' (IA., Theoc., Bion) with ( ἐπι-, κατα-) μερισμός `dictribution' (Pl., Arist.), μέρισμα `part' (Orph.), κατα-, ἀνα-μέρισις `distribution' (Epicur.), ( συμ-)μεριστής `distributor' resp. `fellow-heir' (Ev. Luc., pap.), f. - ίστρια (sch.).Etymology: Verbal noun to μείρομαι `take one's share' (s. v.), perf. ἔμμορε `participate'; a supposition on νέμος (connected with νέμω `distribute') as example by Porzig Satzinhalte 264; the neutral σ-stems with ε-vowel were in general very productive (Schwyzer 512).Page in Frisk: 2,212Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέρος
См. также в других словарях:
εφεξαμερής — ἐφεξαμερής, ὁ (Α) αριθμός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και το ένα έκτο της (1+1/6). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑξα μερής (< ἕξ + μερής < μέρος), πρβλ. δı μερής, πολυ μερής] … Dictionary of Greek
ημιμερής — ἡμιμερής, ές (Μ) ο μισός, αυτός που αποτελεί μισό μερίδιο, που συνίσταται από μισό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μερής (< μέρος), πρβλ. μονο μερής, πολυ μερής] … Dictionary of Greek
ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε … Dictionary of Greek
ομοιομερής — ές (Α ὁμοιομερής, ές) αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ α) τα αρχέγονα στοιχεία τής ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ… … Dictionary of Greek
πολυμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον») 2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμερής κατάρτιση») 3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
ολιγομέρεια — η (Α ὀλιγομέρεια) νεοελλ. το να αποτελείται κάτι από λίγα μέρη αρχ. μικρή έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + μέρεια (< μερής < μέρος), πρβλ. πολυ μέρεια] … Dictionary of Greek