-
1 πολυ-ηχής
πολυ-ηχής, ές, vieltönig; φωνή, von der klangreichen Stimme der Nachtigall, Od. 19, 521; αἰγιαλός, laut wiederhallend, von der Brandung, Il. 4, 422; φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ, Ep. ad. (XI, 504); Qu. Sm. 1, 294 u. a. sp. D.
-
2 πολυ-δευκής
πολυ-δευκής, ές, v. l. Od. 19, 521 für πολυ-ηχής, wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῠκος = γλεῦκος herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen δευκής, das die Gramm. bald durch ἐοικώς, ὅμοιος, bald durch λαμπρός erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625.
-
3 πολυηχής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυηχής
-
4 πολυηχής
πολυ-ηχής, ές: many - toned, nightingale, Od. 19.521; echoing, resounding, Il. 4.422.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυηχής
-
5 πολυηχής
-
6 πολυηχης
21) многозвучный, переливчатый(φωνή, sc. ἀηδόνος Hom.)
2) многошумный, шумящий (прибоем)(αἰγιαλός Hom.)
3) многоголосый(φωνέ τραγικοῦ χοροῦ Anth.)
См. также в других словарях:
εύηχος — η, ο (ΑΜ εὔηχος, ον) 1. αυτός που ηχεί καλά, μελωδικός («αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ) 2. ο εύφωνος, ο καλλίφωνος («εὐφώνους φησὶ γίγνεσθαι τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», Αθήν.). επίρρ... εύηχα (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα) 1. με εύηχο τρόπο, με… … Dictionary of Greek
κακοηχής — κακοηχής, ές (Α) αυτός που έχει κακό, δυσάρεστο ήχο, κακόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ ηχής, πολυ ηχής] … Dictionary of Greek
οξυηχής — ὀξυηχής, ές (Α) οξύηχος*, αυτός που ηχεί οξέως, που έχει οξεία φωνή, οξύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ηχής (< ἦχος), πβλ. πολυ ηχής] … Dictionary of Greek
πολυηχής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για άνεμο) θορυβώδης 2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων,… … Dictionary of Greek
τανυηχής — και δωρ. τ. τανυαχής, ές, Α αυτός που ηχεί σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ηχής (< ἠχή «ήχος»), πρβλ. πολυ ηχής. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek
υψηχής — ές, Α 1. (για τα άλογα τής Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές μτφ. η ιδιότητα τού υψηλόφωνου, τού μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ηχής… … Dictionary of Greek
διηχής — διηχής, ές (Α) 1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο 2. ο πολύ ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ηχής < ήχος* (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)] … Dictionary of Greek