-
1 πολυηχης
21) многозвучный, переливчатый(φωνή, sc. ἀηδόνος Hom.)
2) многошумный, шумящий (прибоем)(αἰγιαλός Hom.)
3) многоголосый(φωνέ τραγικοῦ χοροῦ Anth.)
-
2 πολυηχής
πολυηχήςmany-toned: masc /fem nom sg -
3 πολυηχής
ης, ες, πολύηχος, η, ο [ος, ον ] многозвучный -
4 πολυηχής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυηχής
-
5 πολυηχής
πολυ-ηχής, ές: many - toned, nightingale, Od. 19.521; echoing, resounding, Il. 4.422.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυηχής
-
6 πολυηχής
-
7 πολυηχέα
πολυηχήςmany-toned: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)πολυηχήςmany-toned: masc /fem acc sg (epic ionic) -
8 πολυηχεστάτης
πολυηχήςmany-toned: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
9 πολυηχέας
πολυηχήςmany-toned: masc /fem acc pl (epic ionic) -
10 πολυηχέες
πολυηχήςmany-toned: masc /fem nom /voc pl (epic ionic) -
11 πολυηχέος
πολυηχήςmany-toned: masc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
12 πολύ-ηχος
πολύ-ηχος, = πολυηχής, Sp.; ᾄδειν πολυήχως, Ael. H. A. 12, 27.
-
13 δυς-ηχής
δυς-ηχής, ές, schwer tönend. dumpf, widrig tönend. Homer zehnmal, als Beiwort des πόλεμος und des ϑάνατος, und zwar des Todes in der Schlacht, wobei an das dumpftönende Niederstürzen der Getroffenen zu denken, vgl. δούπησεν δὲ πεσών; immer in den Formeln πολέμοιο δυσηχέος und ϑανάτοιο δυσηχέος, beide stets mit dem vierten Versfuße schließend: Iliad. 2, 686. 7, 376. 395. 11, 524. 590. 13, 535. 18, 307 πολέμοιο δυσηχέος, Iliad. 16, 449. 18, 464. 22, 180 ϑανάτοιο δυσηχέος. Irrig sind die Erklärungen bei Apoll. Lex. Hom. p. 61, 6. Vgl. πολυηχής und ὑψηχής. – Hymn. Hom. Apoll. 64 sagt Delos ἀινῶς γὰρ ἐτήτυμόν εἰμι δυσηχὴς ἀνδράσιν· ὧδε δέ κεν περιτιμήεσσα γενοίμην, also = ungeehrt, verachtet, gering geschätzt. – Anacr. in Anth. P. 6, 141 und bei Suid. s. v. Δυςηχής (Bergk P. L. G. ed. 2 Frgm. 107 p. 797) δυσηχέος ἐκ πολέμοιο (v. l. δυσαχέος). – Plut. Symp. 8, 3, 2 χρυσὸς μὲν καὶ λίϑος ἰσχνόφωνα καὶ δυςηχῆ, klingen dumpf.
-
14 πολυηχεστέραν
πολυηχεστέρᾱν, πολυηχήςmany-toned: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
15 πολυηχέι
πολυηχέϊ, πολυηχήςmany-toned: dat sg (epic) -
16 Πολυδεύκης
A Pollux, Il.3.237, Od.11.300: hence Adj. [full] Πολυδεύκειος, [dialect] Ep. fem.Πολυδευκεΐη, χείρ Call.Fr. 496
.II Adj. πολυδευκής, ές, v.l. for πολυηχής in Od.19.521 ap.Ael.NA5.38 ([etym.] τὴν ποικίλως μεμιμημένην ) and Hsch. (πολλοῖς ἐοικυῖαν, cf. δευκές).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πολυδεύκης
-
17 πολύηχος
πολύ-ηχος, ον,A = πολυηχής, γῆρυς, θάλασσα, Ph.1.373, Sch.S.Aj. 695: metaph.,χωρίον ψυχῆς Ph.1.372
;βίος ταραχώδης καὶ π.
noisy,Epict.
Gnom.1. Adv.- χως Ael.NA12.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύηχος
См. также в других словарях:
πολυηχής — many toned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για άνεμο) θορυβώδης 2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων,… … Dictionary of Greek
πολυηχέα — πολυηχής many toned neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυηχής many toned masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχεστάτης — πολυηχής many toned fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχέας — πολυηχής many toned masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχέες — πολυηχής many toned masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχέος — πολυηχής many toned masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηχής — διηχής, ές (Α) 1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο 2. ο πολύ ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ηχής < ήχος* (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)] … Dictionary of Greek
ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
πολυήχητος — και δωρ. τ. πολυάχητος, ον, Α ο πολυηχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ ήχητος] … Dictionary of Greek
πολύηχος — η, ο / πολύηχος, ον, ΝΜΑ πολυηχής αρχ. θορυβώδης, πολυτάραχος («βίος... πολύηχος», Επίκτ.). επίρρ... πολυήχως Α με πολλούς ήχους, με πολυφωνία («πολυήχως ᾄδω», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηχος (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. εύ ηχος] … Dictionary of Greek