Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πολυμαθής

См. также в других словарях:

  • πολυμαθής — having learnt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμαθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μάθει και γνωρίζει πολλά, αυτός που έχει πολλές γνώσεις. επίρρ... πολυμαθῶς Α με πολυμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαθής (< μάθος, τό «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο μαθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ξέρει πολλά, πολύξερος, σοφός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυμαθῆ — πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυμαθής having learnt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυμαθής having learnt masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμαθέστερον — πολυμαθής having learnt adverbial comp πολυμαθής having learnt masc acc comp sg πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμαθεστέρων — πολυμαθής having learnt fem gen comp pl πολυμαθής having learnt masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμαθές — πολυμαθής having learnt masc/fem voc sg πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμαθέστατα — πολυμαθής having learnt adverbial superl πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμαθέστατον — πολυμαθής having learnt masc acc superl sg πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμαθεστάτην — πολυμαθής having learnt fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμαθεστάτης — πολυμαθής having learnt fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»