-
1 πολυμαθής
πολυ-μαθής, ές, u. πολυ-μαθήμων, viel gelernt habend, viel wissend -
2 πολυ-μαθέω
πολυ-μαθέω, ein πολυμαϑής, gelehrt sein, Plat. Riv. 137 b.
-
3 πολυ-ήκοος
πολυ-ήκοος, viel hörend, der viel gehört, gelernt hat, vielkundig; Plat. Phaedr. 275 a; καὶ πολυμαϑής, Legg. VII, 810 e; τῶν βιβλίων, Damasc. bei Suid.
-
4 πολυμαθέω
πολυ-μαθέω, ein πολυμαϑής, gelehrt sein
См. также в других словарях:
πολυμαθής — having learnt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμαθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μάθει και γνωρίζει πολλά, αυτός που έχει πολλές γνώσεις. επίρρ... πολυμαθῶς Α με πολυμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαθής (< μάθος, τό «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο μαθής] … Dictionary of Greek
πολυμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ξέρει πολλά, πολύξερος, σοφός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυμαθῆ — πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυμαθής having learnt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυμαθής having learnt masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμαθέστερον — πολυμαθής having learnt adverbial comp πολυμαθής having learnt masc acc comp sg πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμαθεστέρων — πολυμαθής having learnt fem gen comp pl πολυμαθής having learnt masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμαθές — πολυμαθής having learnt masc/fem voc sg πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμαθέστατα — πολυμαθής having learnt adverbial superl πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμαθέστατον — πολυμαθής having learnt masc acc superl sg πολυμαθής having learnt neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμαθεστάτην — πολυμαθής having learnt fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμαθεστάτης — πολυμαθής having learnt fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)