-
1 πολλαχόθι
πολλαχόθι, wie πολλαχοῦ, an vielen Orten; ἄλλοϑι, Xen. Cyr. 7, 1, 30; καὶ πολλάκις, Luc. Hermot. 39.
-
2 πολλαχοθι
-
3 πολλαχόθι
πολλαχόθιin many places: indeclform (adverb) -
4 πολλαχόθι
-
5 πολλαχόθι
πολλᾰχ-όθῐ, Adv.A in many places, Plu.Pomp.24, Luc.Herm.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλαχόθι
-
6 συναρτάω
A knit or join together,σ. γένος E.Med. 564
;τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Luc.DDeor.21.1
:—[voice] Pass., to be closely engaged,δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς.. ξυνηρτῆσθαι Th.7.70
;ἡ ἄνω γνάθος.. συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθρωται Hp.Art.30
, cf. Arist. HA 495b6, Sor.2.85; , Thphr.Sens.26;σ. εἰς ἕν Arist.PA 670a7
; ἀφ' ἑνός, ἐξ ἑνός, Id.HA 516a8, Pr. 957b40; πολλαχόθι μὲν συμφύονται [οἱ ὑμένες], πολλαχόθι δὲ συναρτῶνται Gal. UP15.5
.2 metaph.,ὁ μηθὲν ἀκόλουθον -αρτῶν Epicur.Nat.14.9
: mostly in [voice] Pass.,συνηρτημέναι [ἀρεταὶ] τοῖς πάθεσι Arist.EN 1178a19
; τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον ς. Id.Cael. 270b9; to be implicated in, c. dat.,τόδε σ. τῷδε ἐξ ἀνάγκης Phld.Sign.35
; συνηρτῆσθαι πολέμῳ to be involved in.., Plu.Num.20; σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς to be always engaged in.., Id.Sert.12; συνηρτῆσθαί τινι to be engaged with him, Id.Marc. 24, cf. Pomp.51.3 Gramm., in [voice] Pass., to be construed with,πρὸς τὰς εὐθείας A.D.Synt.12.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρτάω
-
7 σύμφυτος
σύμφῠτ-ος, ον,A born with one, congenital, innate,ἀρετά Pi.I.3.14
; κακόν, ἐπιθυμία, Pl.R. 609a, Plt. 272e; of diseases, Hp.Coac. 502;βλάβαι καὶ διαφθοραὶ τοῦ σώματος Gal.6.3
; natural, τῶν σιτίων ἔνια ἔχει γλυκύτητα σ. ib.475, cf. 731;σ. ἐχούσης ὑγρότητα τῆς γλώττης Id.16.508
; σ. αἰών our natural age, i.e. our old age (acc. to the Sch.), A.Ag. 107 (lyr.); νεικέων τέκτονα σ. the natural author of strife, i.e. a cause of strife natural to the race, ib. 152 (lyr.); εἰς τὸ σ. according to one's nature, E.Andr. 954; ὕδωρ σ. ἐν γάλακτι, opp. ἐπακτόν, Arist.Mete. 382b12;τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις Id.Po. 1448b5
; σ. [πνεῦμα], i.e. the vital spirit, Id.Spir. 482a8; σ. ὑγρὸν καὶ θερμόν (in a seed) Thphr.HP1.11.1;πρῶτον ἀγαθὸν καὶ σύμφυτον ἡδονή Epicur.Ep.3p.63U.
; τὰ σ. natural functions or parts, Arist.GA 753a17, Ph. 253a12.2 c. dat., natural to,σ. αὐτοῖς δειλία Lys.10.28
; ἀϋδρία τισὶ τόποις ς. Pl.Lg. 844b; τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, opp. τὰ ὑστερογενῆ (such as milk), Arist.HA 521b17, cf. Thphr.Sens.1,16.3 c. gen., [τῶν φθόγγων] σ. ἡδοναί Pl.Phlb. 51d
;εὐβουλία ἀρετὴ λογισμοῦ σ. Id.Def. 413c
: cf. συγγενής, σύγγονος.II grown together,διάστασις τῶν σ. μερῶν Arist.Top. 145b3
;σ. τῷ Χιτῶνι Id.HA 557b18
;ἐγκεφάλου σκέπασμα σ. μὲν οὐκέτι, πολλαχόθι μέντοι συμφυές Gal. UP8.9
;σ. ἐμποιεῖν τινί τι Pl.Phd. 81c
; united, Id.Phdr. 246a, Ep.Rom.6.5; of qualities in relation to matter,ὕλη.. λαβοῦσα ποιότητας.. καὶ οἷον συμφύτους αὐτὰς ἔχουσα καὶ συγκεκραμένας ἀλλήλαις Plot.3.6.8
, cf. 3.6.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμφυτος
См. также в других словарях:
πολλαχόθι — in many places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαχόθι — Α επίρρ. σε πολλούς τόπους, σε πολλά μέρη ή σημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς* + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. παντ αχ όθι)] … Dictionary of Greek
πανταχόθι — ΜΑ επίρρ. σε κάθε μέρος, σε κάθε τόπο, παντού («πανταχόθι τοῡ σώματος», Λούκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. πολλαχόθι), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πανταχός] … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek