-
1 πολιτεια
ион. πολῑτηΐη ἥ1) гражданские права, гражданство(πολιτηίην αἰτεῖσθαι Her.; πολιτείαν δοῦναι τινι Xen.; πολιτείαν κτήσασθαι NT.)
2) гражданственность, гражданский образ жизни(ἐν εἰρήνῃ καὴ πολιτείᾳ Dem.)
3) государственные дела4) государственная деятельность, правление(ἥ Κλεοφῶντος π. Aeschin.)
5) государственное устройство, форма правления(ἥ μοναρχικέ καὴ δημοκρατικέ π. Plat.)
6) демократическая форма правления, республика(ἥ τῶν Ἀθηναίων π. Xen.)
7) государство ( вообще) -
2 πολιτεία
η1) город;μεγάλη πολιτεία — большой город;
2) страна, государство;Αί πολιτείαι της Δύσεως — западные государства;
3) штат;Ηνωμένες Πολιτείες της 'Αμερικής Соединённые Штаты Америки; 4) политическая система, (государственный) строй;πολιτεία δημοκρατική — демократический строй;
5) отношение к..., поведение, позиция по отношению к...;η πολιτεία της διευθύνσεως απέναντι... — позиция администрации по отношению к...;
6) политическая, государственная, общественная деятельность;§ είναι βίος και πολιτεία — в его жизни было много похождений, приключений
-
3 πολιτεία
ἡ πολιτεία 1. гражданство; 2. государство; 3. политическая система, форма правления -
4 πολιτεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολιτεία
-
5 πολιτεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολιτεία
-
6 πολιτεία
1. государство, (со)общество; 2. гражданство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολιτεία
-
7 πολιτεία
-
8 πολιτεία
[политиа] ουσ θ госадарство, государственное устройство, образ жизни, деятельности. -
9 πολις
эп. тж. πτόλις - εως и εος, ион.-дор. ιος, эп. ηος1) город(Ἀθηναίων π. Thuc.)
Ἰλίου π. Aesch. — город Илион;ἥ Μένδη π. Thuc. — город Менда;ἥ π. οἱ Ταρσοί Xen. — город Тарсы;π. ἄκρη (= ἀκρόπολις) Hom. — городской кремль, акрополь2) кремль, цитадельἸνάχου π. Eur. — кремль Инаха ( в Аргосе)
3) страна(ἥδε π. καὴ γαῖα Hom.)
4) остров Hom., Aesch.Εὔβοι΄ Ἀθήναις ἔστι τις γείτων π. Eur. — Эвбея есть остров ( или страна) по соседству с Афинами
5) община, население, граждане(π. καὴ ἄστυ Hom.; π. ἀνάριθμος Soph.; πᾶσα ἥ π. NT.)
τὰ τῆς πόλεως Plat. — государственные дела
-
10 πολιτηιη
-
11 αβασιλευτος
2неподвластный царю, не управляемый царями(Χάονες Thuc.; Θρᾷκες Xen.; ἀ. καὴ αὐτόνομος πολιτεία Plut.)
-
12 αδελφος
Iэп.-ион. ἀδελφε(ι)ός ὅ (voc. ἄδελφε) братοἱ ἀδελφοί Eur. etc. — братья, реже Eur. брат и сестра;
ἀδελφεοὴ ἀπ΄ ἀμφοτέρων Her. — брат и по отцу и по материII31) братский, братнин(χεῖρες Aesch., Soph.; πολιτεία Plut.)
2) перен. братский, родственный, близкийἀδελφὰ τῶνδε и τούτοιν Soph. — нечто вроде этого;
τούτων ἀδελφά τε καὴ ἀδελφῶν ψυχῶν ἔργα Plat. — дела, близкие к этим и совершаемые родственными между собой душами;τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης ἀδελφή Plut. — (сражение), напоминающее Марафонское -
13 αιωρεω
поднимать(τι Pind.)
; подвешивать(τι ὑπέρ τινος Dem. и ἔκ τινος Luc.)
; pass. находиться в висячем (неустойчивом) состоянии, качаться, колебаться(ἄνω καὴ κάτω Plat.)
αἰγὸς δἐρματα περὴ τοὺς ὤμους αἰωρεύμενα Her. — козьи шкуры, накинутые на плечи;ὀστᾶ αἰωρούμενα ἐν ταῖς αὐτῶν συμβολαῖς Plat. — кости, свободно вращающиеся в их сочленениях;αἰωρεῖσθαι εἰς τὰς κεφαλάς τινων Arst. — (о птицах) носиться (парить) над чьими-л. головами;τοὐμὸν φρενῶν ὄνειρον αἰωρούμενον Soph. — витающий надо мной сон;νῆες αἰωρούμεναι πρὸ τοῦ λιμένος Plut. — корабли, стоящие впереди порта на рейде;αἰωρεῖσθαι ἐν κινδύνω Thuc. — находиться в опасности;αἰωρεθεἰς ὺπἐρ μεγάλων Her. — обуреваемый великими планами;ἠωρεῖτο τῇ γνώμῃ πρὸς ἑτέρας ἐλπίδας Plut. — (Пирр) был увлечен новыми надеждами;αἰωρῖσθαι τέν ψυχήν Xen. — встрепенуться душой, возрадоваться;αἰωρουμένη ἥ πολιτεία Plut. — неустойчивый государственный строй;αἰωρεῖσθαι ἐν ἄλλοις Plat. — зависеть от других -
14 αμαρτανω
(fut. ἁμαρτήσομαι - поздн. ἁμαρτήσω, aor. 1 ἡμάρτησα, aor. 2 ἡμαρτον - эп. тж. ἅμαρτον и ἤμβροτον)1) не попадать, промахиваться(τινός Hom., Plat.)
ἤμβροτες οὐδ΄ ἔτυχες Hom. — ты промахнулся, не попал;ἔγχεσι ἤμβροτον ἀλλήλων Hom. — оба они не попали друг в друга своими копьями;καιρίας πληγῆς ἁ. Xen. — не нанести смертельной раны2) отклоняться, сбиваться(τῆς ὁδοῦ Arph.)
ἁ. τἀληθέος Her. — погрешать против истины;οὔ τι νοήματος ἁ. ἐσθλοῦ Hom. — поступать во всем весьма разумно3) совершать промах, ошибаться(τι Hom., Aesch., Soph., Arph., περί τι и περί τινος Xen., Plat., ἔν τινι Thuc., Plat., τινί Eur., Plat. и ἐπί τι Arst.)
γνώμης ἁ. Her. — ошибаться в (своем) предположении;αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ΄ ἤμβροτον Hom. — в этом я сам виноват;ἐλπίδων ἡμάρτομεν (pl. = sing.) Eur. — я обманулась в своих надеждах;ἁ. τοῦ χρησμοῦ Her. — ошибиться в оракуле, т.е. не понять его;τοῦ παντὸς ἁ. Plat., Plut. — совершить грубейшую ошибку;τὰ περὴ τέν πόλιν ἁμαρτανόμενα Xen. — политические ошибки;ἥ ἡμαρτημένη πολιτεία Plat., Arst. — неправильный (порочный) государственный строй;τὰ ἁμαρτηθέντα или τὰ ἡμαρτημένα Xen. — ошибки, промахи;ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη Soph. — она совершила ошибку из хороших побуждений;τὰ τοῦδε μὲν πεπραγμέν΄ ἔσται, τἀμὰ δ΄ ἡμαρτημένα Soph. — его замыслы осуществятся, а мои потерпят крушение4) грешить, совершать проступок, провиниться(τι εἴς τινα Soph., Her., Thuc.)
οὐχ ἡμαρτηκώς Lys. — ни в чем не виновный5) терять, утрачивать, лишаться(ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom.; ἁ. ἀλόχου Eur.)
6) упускать, не получатьἁ. τῆς Βοιωτίης Her. — не занять своевременно Беотию;
οὐκ εἰκὸς οὔτ΄ ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ΄ οὔθ΄ ὑμᾶς ἐμοῦ Soph. — несправедливо, чтобы в этом отказали вы мне или я вам7) оставлять без внимания, пренебрегатьἁ. δώρων Hom. — пренебрегать дарами, т.е. забывать приносить жертвы;
ξυμμαχίας ἁ. Aesch. — изменить долгу союзника -
15 ανισος
-
16 αντιπολιτεια
ἥ2) pl. политические партии Polyb. -
17 απαλλοτριος
-
18 απαρρησιαστος
21) не пользующийся свободой слова(πολιτεία Polyb.)
2) не говорящий прямо, не откровенный(ἐν τῷ νήφειν Plut.; ἄνθρωπος Luc.)
-
19 αριστοκρατικος
-
20 ατακτος
См. также в других словарях:
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek
πολιτεία — η 1. το πολίτευμα μιας χώρας: Πολιτεία δημοκρατική. 2. το έδαφος, ο λαός και η πολιτική εξουσία μιας χώρας, αλλ. κράτος: Η ελληνική πολιτεία. 3. μτφ., τρόπος συμπεριφοράς και δράσης: Η πολιτεία του στην Κατοχή δεν ήταν καλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτεία — πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc/acc dual πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτείᾳ — πολῑτείᾱͅ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Πολιτεία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Βρίσκεται Ν της κοινότητας Σκάλας Ωρωπού … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Παχάνγκ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο Α τμήμα της Μαλαϊκής χερσονήσου, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 35.800 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της περιλαμβάνει Μαλαισίους, Κινέζους και Ινδούς. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Κουατάν. Η πολιτεία… … Dictionary of Greek
Πέρακ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο ΒΔ τμήμα της Μαλαϊκής, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 21.005 τ. χλμ. και πληθυσμό ... κάτ. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Ιπόχ. Η πολιτεία αυτή είναι μια από τις περισσότερο ανεπτυγμένες της… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Μαίην — Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Μέιν … Dictionary of Greek