-
1 πολισμάτια
πόλισμαbuildings of a city: neut nom /voc /acc plπολισμάτιονneut nom /voc /acc pl -
2 λιτός
A simple, inexpensive, frugal,λιταὶ τράπεζαι Ps.-Phoc.81
;οἱ λ. χυλοί Epicur.Ep.3p.63U.
;λ. βίος Men.633
, Crates Theb.10;τροφὴ λιτοτάτη Ath.5.191f
;λιτὴ δίαιτα Plu.2.668f
, cf. 125d, etc.; τὸ λ. τῆς διαίτης, κατὰ τὴν δίαιταν, Epicur.Fr. 478, M.Ant.1.3; παρέξοδος (q.v.) - οτέρη Hp.Decent.8;λ. χλαμύδιον Men.442
;τὰ ἱμάτια λ. καὶ σώφρονα Jul.Caes. 317c
;μίτρη λιτὴ στυππείου Michel832.17
(Samos, iv B. C.); ὑποκεφάλαια δύο ἡμιτυβίου λιτά ib.l.23; [ἀσπίδας] χαλκᾶς λιτὰς δύο, opp. περίχρυσος μία, IG22.1491.31 (iv B. C.); ἅλα λιτὸν ἐπέσθων frugal salt, Call.Epigr.48;λ. ὀξίς Nicostr.Com.9
(cj. for λοιπή); λ. ὕδωρ πίνων D.L.8.13
; λ. χρίματα simple or plain unguents, Call. Lav.Pall.25;λ. ταφή Phld.Mort.30
; λ. ζωμός thin (chicken-) broth, Gal.12.295; of medicines, ἡ διὰ κωδυῶν λιτή (sc. δύναμις) Crito ap. Gal.13.38;ἡ διὰ μόρων λιτή Archig.
ap. eund.12.973;λ. ἔμπλαστροι Androm.
ap. eund.13.495, cf. 486; χάρτης λιτός, as a cargo, perh. cheap or coarse papyrus, Cat.Cod.Astr.1.104.28.2 of persons, poor, λ. γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει dub. in Dionys.Com.10 ( = Dionys.Trag.8); frugal,αὐτάρκεις καὶ λ. Plb.6.48.7
;κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ σίτησιν ἀφελὴς καὶ λ. Id.11.10.3
;λ. περὶ δίαιταν Plu.2.709b
. Adv. - τῶς frugally, Sotad.Com.1.6, AP7.156 (Isid.);λ. βιοῦν D.L. 6.105
;λ. καὶ σωφρόνως ζῆν Ephor.149
J.; λαμπρῶς ἢ λ. ἐξενεχθέντας Phld.l.c.II metaph., of style, plain, simple, unadorned, Arist. Rh. 1416b25, D.H.Th.23, al.III paltry, petty, small,τάφος AP 7.73
(Gemin.), cf. 7.18 (Antip.Thess.); of persons, opp. μέγας, Call. Ap.10;πολισμάτια Plb.32.8.3
. Adv. - τῶς slightly,ἡψημένα Artem. 1.70
;λ. ἑφθά Diocl.Fr.141
; dub. sens. in Alc.Oxy. 1788 Fr.2.11. [ῑ, but [pron. full] ῐ late,λῐτὰ δεῖπνα Nonn.D.17.59
.]------------------------------------λῐτός (A), ή, όν, epith. of γαῖα, dub. sens. in Alex.Aet.1, Orph. A.92; λιτὴ χθών· ἀπὸ τοῦ προσκυνεῖσθαι καὶ λιτανεύεσθαι, Hsch.------------------------------------
См. также в других словарях:
πολισμάτια — πόλισμα buildings of a city neut nom/voc/acc pl πολισμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτός — (I) ή, ό (AM λιτός, ή, όν) 1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.) 2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῑς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν) η… … Dictionary of Greek