-
1 λοιπή
λοιπάζωleave: fut ind mid 2nd sg (doric)λοιπάζωleave: fut ind act 3rd sg (doric)λοιπόςremaining over: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 λοιπῇ
λοιπάζωleave: fut ind mid 2nd sg (doric)λοιπάζωleave: fut ind act 3rd sg (doric)λοιπόςremaining over: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 λοιπή
λοιπόςremaining over: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 λοιπήι
λοιπῇ, λοιπάζωleave: fut ind mid 2nd sg (doric)λοιπῇ, λοιπάζωleave: fut ind act 3rd sg (doric)λοιπῇ, λοιπόςremaining over: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 λοιπῆι
λοιπῇ, λοιπάζωleave: fut ind mid 2nd sg (doric)λοιπῇ, λοιπάζωleave: fut ind act 3rd sg (doric)λοιπῇ, λοιπόςremaining over: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 εὐρυχωρία
A open space, free room,ἐν τῇ λοιπῇ εὐ. τῆς θήκης Hdt.4.71
;πολλὴν εὐ. ἔχειν D.19.272
; εὐ. ποιεῖτε τῷ θεῷ Carm.Pop.<*>; -ίας σε δεῖ Com.Adesp.46
D.; ἡ ἄνω εὐ., of a dislocated joint, Hp.Art.11 (in later Medic., of bodily orifices, Sor. 1.58 (pl.); ἡ ἀκουστικὴ εὐ., meatus audilorius, ib.10); ἐν εὐ. εἶναι to have plenty of room, Pl.Tht. 194d: prov.,ἕκητι Συλοσῶντος εὐρυχωρίη Heraclid.Pol.34
, Zen.3.90: pl., Pl.Lg. 804c (εὐρυχώρια, τά, codd.), Aen. Tact.1.9, 2.1.2 an open field for battle, X.Cyr.4.1.18, HG7.4.24; ἐν εὐρυχωρίῃ ναυμαχέειν to fight with plenty of sea-room, Hdt.8.60. β', cf. Th.2.83,al.3 metaph., free space, room for doing a thing,τῆς ἀποδείξεως Pl.Min. 315d
; εὐ. τινὸς διδόναι, παρέχειν, Plu.2.48f, 828d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυχωρία
-
7 λιτός
A simple, inexpensive, frugal,λιταὶ τράπεζαι Ps.-Phoc.81
;οἱ λ. χυλοί Epicur.Ep.3p.63U.
;λ. βίος Men.633
, Crates Theb.10;τροφὴ λιτοτάτη Ath.5.191f
;λιτὴ δίαιτα Plu.2.668f
, cf. 125d, etc.; τὸ λ. τῆς διαίτης, κατὰ τὴν δίαιταν, Epicur.Fr. 478, M.Ant.1.3; παρέξοδος (q.v.) - οτέρη Hp.Decent.8;λ. χλαμύδιον Men.442
;τὰ ἱμάτια λ. καὶ σώφρονα Jul.Caes. 317c
;μίτρη λιτὴ στυππείου Michel832.17
(Samos, iv B. C.); ὑποκεφάλαια δύο ἡμιτυβίου λιτά ib.l.23; [ἀσπίδας] χαλκᾶς λιτὰς δύο, opp. περίχρυσος μία, IG22.1491.31 (iv B. C.); ἅλα λιτὸν ἐπέσθων frugal salt, Call.Epigr.48;λ. ὀξίς Nicostr.Com.9
(cj. for λοιπή); λ. ὕδωρ πίνων D.L.8.13
; λ. χρίματα simple or plain unguents, Call. Lav.Pall.25;λ. ταφή Phld.Mort.30
; λ. ζωμός thin (chicken-) broth, Gal.12.295; of medicines, ἡ διὰ κωδυῶν λιτή (sc. δύναμις) Crito ap. Gal.13.38;ἡ διὰ μόρων λιτή Archig.
ap. eund.12.973;λ. ἔμπλαστροι Androm.
ap. eund.13.495, cf. 486; χάρτης λιτός, as a cargo, perh. cheap or coarse papyrus, Cat.Cod.Astr.1.104.28.2 of persons, poor, λ. γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει dub. in Dionys.Com.10 ( = Dionys.Trag.8); frugal,αὐτάρκεις καὶ λ. Plb.6.48.7
;κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ σίτησιν ἀφελὴς καὶ λ. Id.11.10.3
;λ. περὶ δίαιταν Plu.2.709b
. Adv. - τῶς frugally, Sotad.Com.1.6, AP7.156 (Isid.);λ. βιοῦν D.L. 6.105
;λ. καὶ σωφρόνως ζῆν Ephor.149
J.; λαμπρῶς ἢ λ. ἐξενεχθέντας Phld.l.c.II metaph., of style, plain, simple, unadorned, Arist. Rh. 1416b25, D.H.Th.23, al.III paltry, petty, small,τάφος AP 7.73
(Gemin.), cf. 7.18 (Antip.Thess.); of persons, opp. μέγας, Call. Ap.10;πολισμάτια Plb.32.8.3
. Adv. - τῶς slightly,ἡψημένα Artem. 1.70
;λ. ἑφθά Diocl.Fr.141
; dub. sens. in Alc.Oxy. 1788 Fr.2.11. [ῑ, but [pron. full] ῐ late,λῐτὰ δεῖπνα Nonn.D.17.59
.]------------------------------------λῐτός (A), ή, όν, epith. of γαῖα, dub. sens. in Alex.Aet.1, Orph. A.92; λιτὴ χθών· ἀπὸ τοῦ προσκυνεῖσθαι καὶ λιτανεύεσθαι, Hsch.------------------------------------ -
8 στάσις
A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16;τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7
; erection of a statue,εἰκόνος IG7.411.34
(Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perh. in BGU1122.18, 21 (i B.C.).II (ἵστημι A.
IV) weighing,αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra. 1401
; A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4;ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων.. ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13
(Troezen, ii B.C.).B ([etym.] ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 426d; opp. φορά, κίνησις, ib. 437a, 438c, Sph. 250a, 251d, Arist.Metaph. 1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; σ. ὤτων pricking of the ears, Poll.5.61; σ. τῆς γαστρός constipation, Orib.inc. 13.6; [ τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station,ἔχοντες σ. ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21
; λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς ς. A.Fr.1; ἰδέσθαι.., τίν' ἔχει ς. E.Fr. 308 (anap.), cf. Ar.Pl. 954;τὴν 'ινοῦς σ. ἑστάναι E.Ba. 925
; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο ς. D.19.272; σ. ἵππων,= ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr. 442;ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18
;τῆς σ. παρασύρων.. τὰς δρῦς Ar.Eq. 527
; κατὰ τὴν σ. δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος ς. close order, Ascl.Tact.5.1; row,ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77
, al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).b position in relation to the compass,ἡ σ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26
; ἡ σ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου ς. Id.1.48.2, cf. Arist.Mete. 362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.c of planetary connexion, Vett.Val.38.17.d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ.. ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς σ. ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς.. ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς σ. ( τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3)αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206
: hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93;ἐπ' ἀδίκου σ. ἱστάμενος PRein.18.16
(ii B.C.); issue, σ. ὁρική, νομική, λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.3 position, state, condition of a person,ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr. 253d
; esp. of moral, social, political position,μειρακιώδης Plb.10.33.6
;ἰδιώτου Epict.Ench.48
;φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13
; σ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.);ἡ σ. τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10
, cf. Mochl. 21 (pl.).4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra. 1281.III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων ς. Th.4.71.2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65;οἴκων Pi.N.9.13
, al., cf. Hdt.5.28, al.;σ. ἀντιάνειρα Pi.O.12.16
; σκεπτομένων πόθεν ἡ ς. how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr. 202;ὅστις.. στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr. 1180
;σ. γλώσσης Id.OT 634
;στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34
;τὰς σ. ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79
;στάσεις παύω X.Mem.4.6.14
; ;πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11
;τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26
;κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13
; opp. πόλεμος, Pl.R. 470b, cf. Phd. 66c, Sol. l.c.;στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol. 1296a8
.3 division, dissent,στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; οὐδ' ἔνι ς. there's no disputing it, A.Pers. 738 (troch.).4 metaph., τὰν ἀνέμων ς. Alc.18 (unless in signf. B.1.2b);ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1087
(anap.); σ. κυμάτων Ach. Tat.3.2.IV στάσεις,= τὰ πεφυκότα σπέρματα, Ar.Fr. 859. -
9 ἀνταναφέρω
A bring back in turn,ἀ. τὴνπίστιν Plu.2.20c
.II abs., make compensation,τῇ λοιπῇ δόξῃ πρὸς τὴν δυσφημίαν Them.Or.7.99c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταναφέρω
См. также в других словарях:
λοιπῇ — λοιπάζω leave fut ind mid 2nd sg (doric) λοιπάζω leave fut ind act 3rd sg (doric) λοιπός remaining over fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπή — λοιπός remaining over fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπῆι — λοιπῇ , λοιπάζω leave fut ind mid 2nd sg (doric) λοιπῇ , λοιπάζω leave fut ind act 3rd sg (doric) λοιπῇ , λοιπός remaining over fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ERYX — I. ERYX Butae et Veneris fil. qui cum viribus plurimum plleret, hospites ad caestuum certamen solebat provocare: quâ ratione cum non paucos trucidasset ab Hercule ex Hispania redeunte superatus occubuit: atque in monte, quo Veneri matri templum… … Hofmann J. Lexicon universale
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
Άβαροι — Ασιατικός λαός, ουννικής καταγωγής, που εμφανίστηκε τον 6ο αι. μ.Χ. στις όχθες του Δούναβη. Κυριάρχησε σχεδόν επί τρεις αιώνες στην κεντρική Ευρώπη. Οι επιδρομές του διέσπασαν το αμυντικό σύστημα των Βυζαντινών, ερήμωσαν τις βορειότερες επαρχίες… … Dictionary of Greek
Γρεβενών, νομός — Νομός (2.338 τ. χλμ., 37.947 κάτ.) της περιφέρειας δυτικής Μακεδονίας, στο νοτιοδυτικό άκρο της Μακεδονίας, που δημιουργήθηκε το 1964 με απόσπαση της επαρχίας Γρεβενών από τον νομό Κοζάνης και της περιοχής Δεσκάτης από τον νομό Λαρίσης. Συνορεύει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μοσκώφ, Κωστής — (Θεσσαλονίκη 1939 – Αθήνα 1998). Ιστορικός, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μορφωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο (1989 98). Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
αντικομφορμισμός — ο η μη προσαρμογή και συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του συρμού, η ασυμβίβαστη κοινωνική (και λοιπή) συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)