-
1 πολεμήϊος
πολεμήϊος, ion. statt des ungebr. πολέμειος, kriegerisch; oft bei Hom., bes. in der Il., immer in der Vrbdg πολεμήϊα ἔργα, 2, 338; τεύχεα, Hes. sc. 238. Auch Her. 5, 111, τὰ πολεμήϊα δόκιμος.
-
2 πολεμηιος
-
3 πολεμήιος
πολεμήιοςwarlike: masc /fem nom sg (epic ionic) -
4 πολεμήιος
πολεμήιος: of or pertaining to war or battle, warlike.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολεμήιος
-
5 πολεμήϊος
-
6 πολεμήϊος
A warlike, freq. in Hom. (esp. in Il.),πολεμήϊα ἔργα Il.2.338
, al.;π. τεύχεα 7.193
, Hes.Sc. 238; πολεμήϊα, = πολέμια, v.l. in Hdt.5.111; π. ἀοιδά war-note, of the trumpet, B.17.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμήϊος
-
7 πολεμήιον
πολεμήιοςwarlike: masc /fem acc sg (epic ionic)πολεμήιοςwarlike: neut nom /voc /acc sg (epic ionic) -
8 πολεμηίοις
πολεμήιοςwarlike: masc /fem /neut dat pl (epic ionic) -
9 πολεμηίων
πολεμήιοςwarlike: masc /fem /neut gen pl (epic ionic) -
10 πολεμήια
πολεμήιοςwarlike: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
11 πολέμειος
См. также в других словарях:
πολεμήιος — warlike masc/fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήϊος — ΐα, ον, Α 1. πολεμικός («πόλεμήϊα τεύχεα», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολεμήϊα η τέχνη τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κατάλ. ήϊος, πιθ. κατ επίδραση τού Ἀρήϊος] … Dictionary of Greek
πολεμήιον — πολεμήιος warlike masc/fem acc sg (epic ionic) πολεμήιος warlike neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμηίοις — πολεμήιος warlike masc/fem/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμηίων — πολεμήιος warlike masc/fem/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήια — πολεμήιος warlike neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek