-
1 πολεμήϊος
A warlike, freq. in Hom. (esp. in Il.),πολεμήϊα ἔργα Il.2.338
, al.;π. τεύχεα 7.193
, Hes.Sc. 238; πολεμήϊα, = πολέμια, v.l. in Hdt.5.111; π. ἀοιδά war-note, of the trumpet, B.17.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμήϊος
См. также в других словарях:
Πριαμήϊος — ηΐα, ον, Α (επικ. τ.) πριαμικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαμος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ποιμνήϊος — ίη, ον, Α (επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίμνη ή στον ποιμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ποταμήϊος — ον, ιων. και ποιητ. τ. θηλ. ποταμηΐς, ίδος, Α ποτάμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος] … Dictionary of Greek
πρεσβήϊος — ον, Α ιων. τ. 1. σεβάσμιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεσβήϊον πρεσβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
σιμβλήϊος — ηΐη, ον, θηλ. και ποιητ. τ. σιμβληΐς, Α αυτός που γίνεται μέσα στον σίμβλο*, στην κυψέλη («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» το μέλι, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίμβλος «κυψέλη» + επίθημα ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ταλασήϊος — ΐα, ον, ΜΑ φρ. «ταλασήϊος ίδρώς» ιδρώτας που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει κανείς κατά την ταλασιουργία* αρχ. (επικ. τ.) 1. ταλασιουργικός* 2. κατάλληλος για ταλασιουργία* 3. φρ. «ταλασήϊα ἔργα» η ταλασιουργία* (Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ταφήϊος — ΐη, ον, Α (επικ. τ.) 1. ταφεῑος* 2. φρ. «φᾱρος ταφήϊον» σεντόνι με το οποίο τύλιγαν τους νεκρούς, σάβανο (Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
τριοδήϊος — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Κυβέλης) η θεά τών τριόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίοδος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
τριποδήϊος — ον, και ποιητ. τ. θηλ. τριποδηΐς, Α ιων. τ. τριπόδειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίπους, οδος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
υμενήϊος — ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου ως θεού τής χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑμήν*, ένος + επίθημα ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
υπατήϊος — ον, θηλ. και ὑπατηΐς, ΐδος, ΜΑ υπατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπατος (Ι) + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek