-
1 πολεμοί
πολεμέωto be at war: pres opt act 3rd sg (attic epic doric)πολεμόωmake hostile: pres ind mp 2nd sgπολεμόωmake hostile: pres opt act 3rd sgπολεμόωmake hostile: pres ind act 3rd sg -
2 πολεμοῖ
πολεμέωto be at war: pres opt act 3rd sg (attic epic doric)πολεμόωmake hostile: pres ind mp 2nd sgπολεμόωmake hostile: pres opt act 3rd sgπολεμόωmake hostile: pres ind act 3rd sg -
3 πόλεμοι
πόλεμοςwar: masc nom /voc pl -
4 πόλεμοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πόλεμοι
-
5 πόλεμος
πόλεμος, ὁ (πέλομαι, verwandt ist pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf; oft bei Hom., der auch die Form πτόλεμος braucht; bei ihm herrscht, wie bei Hes. die Bdtg Schlacht, bei den Spätern, bes. bei den Att., die Bdtg Krieg im vollen Sinne des Wortes vor; Hom. vrbdt αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε, Il. 1, 177, wie ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, 492 u. öfter; auch καὶ φύλοπις, 18, 242; στείχειν εἰς πόλεμον φϑισήνορα, 2, 833; οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο, 686, wie ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος 13, 535; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, 3, 165, Krieg mit den Achäern, wie ἀνδρῶν, mit Männern, 24, 8 Od. 13, 91; εἶκε πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, Il. 5, 348, u. öfter; τεύχεσιν ἐς πόλεμον ϑωρήσσετο δακρυόεντα, 8, 388, u. oft ὁμοίιος; ἐπί τε πτόλεμος τέτατό σφιν ἄγριος, 17, 736; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν, ib. 253; auch ὁπότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271; πολέμοιο γέφυρα, s. dieses; Pind. vrbdt μάχαις πολέμου, Ol. 2, 44; πολέμοιο νέφος, N. 10, 9 (wie Il. 17, 243 u. öfter); auch νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; χαλκοχάρμας, 5, 26, u. öfter; Tragg.: πόλεμον αἴρεσϑαι νέον, Aesch. Suppl. 337. 928; πολέμου στῖφος παρέχοντες, Pers. 20; Soph. Ant. 150; Streit, σᾷ δυςϑύμῳ τίκτουσ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους, El. 212; πόλεμον συγγόνῳ ϑέσϑαι, Eur. Or. 13; συνῆψέ μοι ὅσῳ πολέμου κρεῖσσον εἰρήνη, Suppl. 488, u. öfter; Ar. u. in Prosa: πρός τινα, Her. 6, 2; ἐπί τινος, Xen. Hell. 3, 2, 22; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος, Plat. Conv. 196 a; καὶ στάσις, Rep. V, 470 b; πόλεμοι καὶ στάσεις καὶ μάχαι vrbdn, Phaed. 66 c; πόλεμος ϑεῶν ist das göttliche Strafgericht, Xen. An. 2, 3, 7 u. Folgde; πόλεμον πολεμεῖν, ποιεῖσϑαι, ἄρασϑαι, ἐκφέρειν, ἐπαγγέλλειν u. ä. S. die Verba.
-
6 πόλεμος
πόλεμος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)1 warὈλυμπιάδα ἀκρόθινα πολέμου O. 2.4
ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος O. 2.44
ὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40
τὰν πολέμοιο δόσιν ἀκρόθινα διελὼν ἔθυε O. 10.56
λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι O. 12.4
οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις ( πολέμοιο coni. Bergk, cf. O. 2.44) P. 1.47νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων P. 2.64
ἐν πολέμῳ P. 3.101
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτας P. 8.3
ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον N. 1.16
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢσιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
ἐν πολέμῳ N. 9.36
μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος N. 10.9
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον I. 6.27
προμάχων ἀν' ὅμιλον ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36
“ υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.36τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ[ενοι] χθόνα Pae. 2.59
στ[ρατὸν] πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις Pae. 2.105
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13
πολέμου[ Πα. 13. a. 23. γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν fr. 110. ] πολεμοι[ P. Oxy. 2442, fr. 17a. c. gen., “ τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” i. e. war with Zeus Pae. 4.41 met., warspiritμῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ O. 13.51
pro pers., κλῦθ' Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ fr. 78. 1. -
7 μάχη
μάχη, ης, ἡ (s. μάχομαι; Hom.+) ‘battle’ (one fighter on each side is enough: Maximus Tyr. 22, 4b), in our lit. only in pl. and only of battles fought without actual weapons fighting, quarrels, strife, disputes (Pythag., Ep. 5, 7; SIG 1109, 72; Kaibel 522, 5; PRyl 28, 203 μάχας ἕξει διὰ θῆλυ; Cat. Cod. Astr. XII 160, 1 of marital discord; LXX, Philo; Ar. 13, 5 μ. καὶ διαφωνία) w. πόλεμοι (Il. 5, 891 πόλεμοί τε μάχαι τε; Dio Chrys. 21 [38], 11; Plut., Mor. 108a) Js 4:1. ἔξωθεν μάχαι ἔσωθεν φόβοι 2 Cor 7:5. γεννᾶν μάχας breed quarrels 2 Ti 2:23. μάχαι νομικαί strife about the law Tit 3:9 (cp. Pla., Tim. p. 88a μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι).—DELG s.v. μάχομαι. M-M. -
8 πυργο-δάϊκτος
πυργο-δάϊκτος, Thürme zerstörend, πόλεμοι, Aesch. Pers. 105.
-
9 στάσις
στάσις, ἡ, 1) das Stellen, Feststellen, Sp. – 2) das Stehen; – a) das Feststehen, Ggstz der Bewegung, ἡ στάσις ἀπόφασις τοῠ ἰέναι βούλεται εἶναι, Plat. Crat. 426 d; Festigkeit, Soph. 249 b; neben βάσις, im Ggstz von φορά, Crat. 437 a; von κίνησις, 251 d; τῆς αὐτῆς στάσεως ἠξιοῠτο τό τε ἀριστεῖον τῆς ϑεοῠ καὶ αἱ τιμωρίαι, Dem. 19, 272; μονὴν καὶ στάσιν ἔχειν, Pol. 4, 41, 4; die Stellung, der Ort, wo man steht, der Standort, ἔχοντες στάσιν ταύτην, ἐς τὴν ἔστημεν, Her. 9, 21. 48; bes. der Ort, Punkt, wo die Himmelsgegenden gelegen sind, στάσις τῶν ὡρέων, τοῠ νότου, τῆς μεσαμβρίης, 2, 26; der Stand, ὡς μήτε σώκειν μήτε μ' ἀκταίνειν στάσιν, Aesch. Eum. 36; τῆς στάσεως παρασύρων, Ar. Equ. 525; des Netzes, Xen. Cyn. 9, 16. – b) der Zustand, die Lage, in der man sich befindet, ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν, Plat. Phaedr. 253 d; κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς στάσιν ἔμενον, Pol. 2, 68, 7, u. öfter; auch ἀνέμου, Richtung des Windes, 1, 48, 2 u. sonst; – στάσις μελῶν, s. στάσιμος. – c) bes. der Aufstand, Aufruhr, das gesetzwidrige Zusammentreten Mehrerer zu gewaltsamer Durchsetzung ihres politischen Zweckes, Faktion im Staate; ἀντιάνειρα, Pind. Cl. 12, 16, das feindliche einander Gegenüberstehen, der Zwist; Theogn. 51. 779; Her. 1, 39. 60. 173 u. öfter; στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροϑύνετο, Aesch. Prom. 200, vgl. Pers. 184 Eum. 933; auch ἐς λόγου στάσιν ἐπελϑεῖν, Wortstreit, Soph. Trach. 1169; στάσει νοσοῠσαν πόλιν, Eur. Hero. Für. 34, u. öfter; Ar. Ran. 359; Thuc. 1, 2. 2, 20 u. öfter; auch die aufrührerische Partei selbst, αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις φοβούμεναι, οἱ μέν –, οἱ δέ –, 4, 71; nach Plat. στάσις ἡ τοῠ φύσει συγγενοῠς διαφορά, Soph. 228 a, vgl. Rep. V, 470 b ἐπὶ τῇ τοῠ οἰκείου ἔχϑρᾳ στάσις κέκληται; neben ἔχϑρα, Polit. 306 b; πόλεμοι καὶ στάσεις, Phaed. 66 c; ἢ φίλους ἢ πόλιν εἰς στάσεις ἐμβάλλειν, Xen. Mem. 4, 6, 14; ἐμφύλιος στάσις καὶ ταραχή, Pol. 1, 71, 7; ἡ πρὸς ἀλλήλους φιλοτιμία καὶ στάσις, 4, 87, 9; ἡ ἐν ἀλλήλοις διαφορὰ καὶ στάσις, 6, 44, 6; στάσεις ποιεῖσϑαι πρός τινα, Isocr. 4, 79, Faktionen machen. – Allgemein, die Schaar, Aesch. Ch. 112. 451 Eum. 301. – 3) das Wägen, Abwiegen, μισϑοῠ, das Bezahlen des Lohnes, Hippocr.
-
10 χέρσος
χέρσος, ἡ, auch ὁ, att. χέῤῥος, 1) das feste Land, im Ggstz des Wassers, bes. des Meeres; oft bei Hom., bei dem das Genus nicht zu erkennen ist; οὔτε ϑαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Il. 14, 394; ἐν πόντῳ im Ggstz von ἐπὶ χέρσου Od. 10, 459, vgl. 11, 401; κύματα μακρὰ κυλινδομενα προτὶ χέρσον 9, 147; ἐν πόντῳ νᾶες, ἐν χέρσῳ πόλεμοι Pind. Ol. 12, 3, u. öfter, wie Tragg., z. B. Aesch. Pers. 693. 852 Ag. 544 Eur. Hipp. 149 I. T. 884; im Ggstz von ἅλς Bian. 2 (IX, 227), ἐπὶ τῆς χέρσου D. Sic. 1, 87. – Bes. auch unbebau'tes, wüstes, unfruchtbares Land, Sp. – 2) als adj., festländisch; Her. 2, 99; χέρσος Εὐρώπα, das Festland von Europa, Pind. N. 4, 20; κονία 9, 43; – unbebau't, wüst, unfruchtbar; τὰ χέρσα Aesch. frg. bei B. A. 1167; Soph. στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος Ant. 251; Her. 4, 123; vgl. Inscr. 93; – übertr. vom weiblichen Geschlecht, unverheirathet, kinderlos, δηλαδὴ χέρσους φϑαρῆναι κἀγάμους ὑμᾶς χρεών Soph. O. R. 1502; – übh. leer, τινός, z. B. πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων Eur. El. 323. – Verwandt mit χῆρος, ξηρός, σχερός.
-
11 βουλη-φόρος
βουλη-φόρος, Rath bringend, gebend, bei Hom. Beiw. der Fürsten u. Ersten im Volke, z. B. ἀνήρ Il. 2, 24; ἐσϑλὸς Μυρμιδόνων βουληφόρος ἠδ' ἀγορητής 7, 126; Ἕκτωρ μὲν μετὰ τοῖσιν, ὅσοι βουληφόροι εἰσίν, βουλὰς βουλεύει 10, 414; Φαιήκων βουληφόροι Odyss. 13, 12. Vom Markt, der Volksversammlung, Odyss. 9, 112 τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε ϑέμιστες, vgl. Pind. Ol. 12, 5 λαιψηροὶ πὀλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι. – Adv., βουληφόρως προκατέλαβες ὅρασιν Men. bei Fulgent. Myth. 3, 1 p. 199.
-
12 μάχη
μάχη, ἡ, Schlacht, Gefecht, Kampf; Hom. κυδιάνειρα, Il. 4, 225, δριμεῖα, 15, 696, καὶ φύλοπις, 13, 789, ἠδὲ πτόλεμος, 536, καὶ δηϊοτής, 7, 290, καὶ ἐνοπή, 16, 246, καὶ ἀνδροκτασίαι, 24, 548, καὶ ὑσμῖναι, Od. 11, 612; μάχην ἐμάχοντο, sie schlugen die Schlacht, Il. 15, 414; ϑήσονται περὶ ἄστυ μάχην, anordnen, 24, 402; ὀρνύμεν, ὀτρύνειν, 9, 353. 12, 277, die Schlacht erregen, u. sonst in verschiedenen Vrbdgn. Auch vom Zweikampf, Il. 7, 263. 11, 255, u. so μάχη Αἴαντος, der Zweikampf mit Ajax, 11, 542, wie Hes. Sc. 361; auch allgemein, Streit, Wortstreit, Zank, wie man Il. 1, 177 deutet, αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε. – Oft Pind. u. Tragg.; μάχης ἴδρις, Aesch. Ag. 434, μάχη δορός, 427, μάχην συνάψαι, Pers. 328; φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι vrbdt Soph. O. C. 1235; εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης, Trach. 20; auch Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ant. 777; μάχην ποιεῖσϑαι, eine Schlacht liefern, Thuc. u. A.; auch διὰ μάχης ἔρχεσϑαι, Her. 6, 9; u. einfach ὅτε ἡ μάχη ἦν, Plat. Conv. 220 d, μάχης γενομένης, Legg. IX, 869 c; Xen. oft; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάχη, Plat. Legg. VIII, 633 d; auch μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσϑαι, Tim. 88 a; μάχην νικᾶν, in der Schlacht siegen, Xen. An. 2, 1, 4, wie Dem. 18, 193 κρατῆσαι τὴν μάχην, wo aber Bekker τῇ μάχῃ aus zwei mss. aufgenommen hat. – Bei Xen. An. 2, 2, 6, ἣν (ὁδὸν) ἦλϑον ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης, steht es für Schlachtfeld, eigtl. von Ephesus bis zur Schlacht marschirten sie 93 Tagereisen, u. nachher ἀπὸ τῆς μάχης ἐλέγοντο εἰς Βαβυλῶνα εἶναι στάδιοι ἑξήκοντα; s. noch 5, 5, 4.
-
13 λαιψηρός
λαιψηρός (vgl. αἰψηρός), 1) schnell, schnellfüßig, Ἀχιλλεύς, Il. 21, 264, ὅς οἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα, 22, 204 u. öfter; auch λαιψηροῖς ὀλέεσϑαι Ἀπόλλωνος βελέεσσι, 21, 278, u. ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευϑα, 14, 17; δρόμος, Pind. P. 9, 125; πόλεμοι, Ol. 12, 4; πόδες, N. 10, 63, wie Eur. Hel. 555 u. öfter; adverbial, λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717 u. sp. D., wie Ap. Rh. ἀνέμου λαιψηρὰ ἀέντος, 4, 246, u. öfter von Winden; λαιψηρότεροι φέβονται, Opp. Cyn. 4, 446. – 2) nach den VLL. soll es bei den Lacedämoniern ἡμίξηρος bedeutet haben.
-
14 αὐτο-τελής
αὐτο-τελής, ές, 1) sich selbst steuernd, keinem Andern Abgaben gebend, neben αὐτόνομος u. αὐτόδικος Thuc. 5, 18. – 2) in sich selbst endigend, vollständig, Arist. top. 1, 5, 9; seinen Zweck in sich habend, pol. 7, 3, 5; absolut, D. Sic. 12, 1; für sich allein ausreichend, Pol. 3, 4. 3, 9; αὐτοτελὴς νίκη τῶν ἡγουμένων, den man nur den Führern verdankt, 5, 12; ἱππεῖς, auf eigene Kosten lebend, Luc. Tox. 54; so πόλεμοι, πράξεις, D. Sic. 1, 3. 16, 1; – unabhängig, neben ἄναρκτος Plut. amat. 9 f. – Adv. αὐτοτελῶς, vollkommen, Epicur. bei Diog. L. 10, 85; bevollmächtigt, in eigener Machtvollkommenheit, ὁμολογίας ποιεῖσϑαι Pol. 3, 29; – Lys. B. A. 467 Ggstz ἀκριβῶς, obenhin.
-
15 ἀργαλέος
ἀργαλέος ( ἄλγος), schmerzlich, beschwerlich, lästig; ἄνεμοι Iliad. 14, 254; πόλεμοι 14, 87; χόλος, στόνος ἀνδρῶν, ἔρις, νοῦσος und ähnl.; – τινί, seq. inf., Il. 17, 252 u. öfter; ἀργαλέον δὲ πάντων ἀνϑρώπων ῥῦσϑαι γενεήν 15, 140; ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσϑαι. schwer ist es, dem Ol. sich zu widersetzen, Il. 1, 589; vgl. Od. 4, 397. Compar. ἀργαλεώτερος Iliad. 15, 121 Od. 4, 698. – Auch sp. D., λέων Antist. 1 (VI, 237), κέλαδος Anacr. 60, 10. Seltener in Prosa, ἀργαλέος τὴν ὄψιν Aesch. 1, 60; Xen. Hier. 6, 4; Plut.
-
16 ἀστυ-γείτων
-
17 ἐν-τόπιος
ἐν-τόπιος, an Ort u. Stelle, einheimisch; ϑεοὶ ἐντόπιοι, dii indigetes, Plat. Phaedr. 262 d; πόλεμοι, einheimische, Bürgerkriege, D. Hal. 8, 83 u. a. Sp.
-
18 ἐγ-χράω
ἐγ-χράω, dasselbe, v. l. Her. 6, 75; pass., ἔσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι πόλεμοι, 7, 145, auch gegen einige Andere waren heftige Kriege im Gange, was von mehreren Auslegern auf ἐγχειράω zurückgeführt worden.
-
19 ἔρις
ἔρις, ιδος, ἡ, der Streit, Zank, die Uneinigkeit, bei Hom. vom eigentlichen Kampfe, ὦρτο δ' ἔρις κρατερὴ λαοσσόος Il. 20, 48, αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε 5, 891; μήπως ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν ἀλλήλους τρώσητε, Streit anfangend, Od. 16, 292; ἔρις πτολέμοιο Il. 14, 389; ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος 5, 861; νεῖκος ἔριδος 17, 384; πρὶν γενέσϑαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν Pind. N. 8 extr. Vgl. noch ἔριδι u. ἐξ ἔριδος μάχεσϑαι, Il. 1, 8. 7, 111; ἔριδι ξυνιέναι, in Streit kommen, kämpfen, 20, 66; ἔριδι ξυνελαύνειν ϑεούς, sie im Kampf zusammenhetzen, ibd. 134; ἔριδα ῥήγνυντο, sie theilten den Kampf, so daß auf mehreren Stellen zugleich gefochten ward; ἔριν συμβάλλειν, λύειν, Eur. Med. 521 Phoen. 81; αἱματόεσσα, αἱματηρά, Aesch. Ag. 682 Ch. 467; κατασβέσαι ἔριν Soph. O. C. 423, der φόνοι, στάσις, ἔρις, μάχαι vrbdí, 1235; ἔσται μεγάλης ἔριδός τις ἀγών Ai. 1142; εἰς ἔριν ἐλϑεῖν, in Streit gerathen, Ar. Ran. 877; ἐμπίπτειν εἰς ἔριν Eur. I. A. 377; εἰς ἔριν ἀφικνεῖσϑαί τινι 319; ἐν πολλῇ ἔριδι ἦσαν Thuc. 2, 21; πρὸς ἀλλήλους 6, 35; ἐγένετο ἔρις ἀνϑρώποις, mit folgendem μή c. inf., 2, 54; ἔρις καὶ μάχη Plat. Hipp. mai. 294 d; ἔριν ἔχειν Legg. V, 736 c; οὐ κατ' ἔριν, nicht im Streit, Critia. 109 b; ἔριδος ἕνεκα, aus Streitsucht, Soph. 237 b; ἔριδι, οὐ διαλέκτῳ πρὸς ἀλλήλους χρώμενοι Rep. V, 454 a, Wort streit, Wortgezänk, im Ggstz des eigentlichen Disputirens, u. so oft Plut. u. a. Sp. Vgl. noch ἦν πολλὴ ἔρις καὶ ἄγνοια εἴτε Ἀμπρακιώτης τίς ἐστιν εἴτε Πελοποννήσιος, Thuc. 3, 11; ἔριν λόγων διδόναι ἀλλήλοις, Wechselgespräch unter einander anknüpfen, Eur. Bacch. 715; – ἔριδες, Streitigkeiten, Zänkereien, ὅς με μετ' ἀπρήκτους ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει Il. 2, 376; Ar. Th. 788; μεστὸν ἐρίδων Plat. Phil. 49 a; ἀπὸ τῶν ἰδιωτικῶν ἐρίδων χρηματιζόμενος Soph. 225 e; δι' ἐρίδων εἶναί τινι, mit Einem im Streit liegen, Plut. Cass. 23. – Bes. auch Wettkampf, Wettstreit, Wetteifer, ἔρις ἔργοιο, ἀέϑλων, Wetteifer in der Arbeit, um die Kampfpreise, Od. 8, 210. 18, 366; ἔριδα προφέρειν, π ροφέρεσϑαι, wetteifern, 6, 92; ἔριν στῆσαι ἔν τισι, 16, 292. 19, 11; Hes. O. 11 sqq. unterscheidet den Wettstreit im Guten u. den bösen Streit; χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνϑρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων Pind. N. 10, 72; νικᾷ δ' ἀγαϑῶν ἔρις ἡμετέρα διὰ παντός Aesch. Eum. 932; Suppl. 635; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπεῖν, mit dem Donner des Zeus um die Wette krachen, Eur. Cycl. 328; ὅπλων, καλλονᾶς, Hel. 100. 1307; ἀμφί τινι, Her. 6, 129; κατ' ἔριν τῶν Αϑηναίων, aus Wettstreit, Rivalität mit den Athenern, 5, 88; τοῖς ἀρίστοις οἱ ἀγῶνες οὗτοι πρὸς ἀλλήλους καὶ ἔριδας καὶ φιλονεικίας ἐνέβαλλον, erregten Wetteifer unter ihnen, Xen. Cyr. 8, 2, 26; τοὺς ἡβῶντας εἰς ἔριν συμβάλλειν περὶ ἀρετῆς Lac. 4, 2; εἰς ἔριν μάχης πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους ὁρμᾶσϑαι, um die Wette mit den Gebildeten in den Kampf eilen, Cyr. 2, 3, 15. – Ueber die personificirte Ἔρις s. nom. pr.
-
20 ὕπ-αιθρος
ὕπ-αιθρος, unter dem Himmel, unter freiem Himmel; τὸ ὕπαιϑρον, der freie Himmel u. jeder Platz unter freiem Himmel, das Freie; ἐν ὑπαίϑρῳ, im Freien, Xen. Mem. 2, 1, 6; Antiph. 5, 11; εἰς ὕπαιϑρον, in's Freie; ἐπὶ τῆς ὑπαίϑρου, S. Emp. adv. rhett. 18; vgl. noch Lob. Phryn. p. 252. – In der Kriegssprache seit Pol. sind ὕπαιϑρα freie, durch Heeresmacht und Siege im offenen Felde zu behauptende Gegenden, im Ggstz zu den festen Plätzen, dah. τῶν ὑπαίϑρων ἀντιποιεῖσϑαι, κρατῆσαι, ἐκχωρεῖν, Pol. 1, 12, 4. 1, 40, 6. 9, 3, 6 u. oft; εἰς ὕπαιϑρα ἐξεληλυϑέναι, in's Feld ausrücken, 10, 3, 4; πόλεμοι ὕπαιϑροι, offener Krieg, im freien Felde, Ggstz zum Festungskriege, D. Hal. 6, 22; auch ἡ ἐν ὑπαίϑροις οἰκονομία, Pol. 6, 12, 5.
См. также в других словарях:
πολεμοῖ — πολεμέω to be at war pres opt act 3rd sg (attic epic doric) πολεμόω make hostile pres ind mp 2nd sg πολεμόω make hostile pres opt act 3rd sg πολεμόω make hostile pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμοι — πόλεμος war masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσηνιακοί πόλεμοι — Πόλεμοι με τους οποίους οι Σπαρτιάτες εξασφάλισαν την κυριαρχία τους στη Μεσσηνία. H σύγχρονη ιστοριογραφία, μεταβάλλοντας λίγο τις χρονολογίες που παραθέτει η αρχαία παράδοση, υποστηρίζει ότι ο πρώτος από αυτούς διεξήχθη στα τέλη του 8ου αι. (ή… … Dictionary of Greek
ρωσοτουρκικοί πόλεμοι — Δυο πόλεμοι μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. α. 1828 1829. Από ολόκληρη τη σειρά των πολέμων που έχουν γίνει ανάμεσα στη Ρωσία και στην Τουρκία, ο πιο σημαντικός από ελληνικής πλευράς είναι εκείνος του 1828 1829, γιατί αποτέλεσμα του ήταν η συνθήκη… … Dictionary of Greek
Βαλκανικοί πόλεμοι — Ονομάζονται έτσι οι δύο πόλεμοι των ετών 1912 13 που έγιναν στα Βαλκάνια, ο πρώτος μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας και ο δεύτερος της Ελλάδας και της Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας. Α’ Β.π … Dictionary of Greek
Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
ανεξαρτησίας, πόλεμοι — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις που έκαναν διάφοροι λαοί –κυρίως τον 19o αι.– εναντίον εθνών που κατείχαν τα εδάφη τους. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί ο π.α. των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι επιμέρους π.α. των… … Dictionary of Greek
Αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι — Βλ. λ. Μεσανατολικό … Dictionary of Greek
Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον … Dictionary of Greek
Περσικοί πόλεμοι — Με τον όρο αυτό δηλώνονται σε ευρεία έννοια οι εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Περσών από το 498 π.Χ., οπότε οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν βοήθεια στους επαναστατημένους Ίωνες, μέχρι το 448 (Eιρήνη του Καλλία). Ο Θουκυδίδης, όμως, ονόμαζε … Dictionary of Greek