-
1 ποιηεις
(ἄλσεα Hom.; νάπος Soph.)
-
2 ποιαεις
См. также в других словарях:
ποιήεις — grassy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήεις — και δωρ. τ. ποιάεις, εσσα, εν, Α γεμάτος ποίην, πόαν, σκεπασμένος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
ποιῆεν — ποιήεις grassy masc voc sg ποιήεις grassy neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήεντα — ποιήεις grassy neut nom/voc/acc pl ποιήεις grassy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιηέσσης — ποιήεις grassy fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιηέσσῃ — ποιήεις grassy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήεντας — ποιήεις grassy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήεντι — ποιήεις grassy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήεντος — ποιήεις grassy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήεσσα — ποιήεις grassy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήεσσαν — ποιήεις grassy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)