-
101 μυξο-ποιός
μυξο-ποιός, Rotz, Schleim verursachend, Hippocr.
-
102 μωρο-ποιός
μωρο-ποιός, dumm machend, Sp.
-
103 νωθρο-ποιός
νωθρο-ποιός, träg machend, Eust.
-
104 γραμματιδιο-ποιός
γραμματιδιο-ποιός, ὁ, Schreibtafelverfertiger; so hieß ein Stück des Apollodor, Ath. VII, 280 d; bei Poll. 4, 19 γραμματειδιοποιός
-
105 κρανο-ποιός
κρανο-ποιός, ὁ, der Helmmacher, Ar. Paz 1255.
-
106 κρηπῑδο-ποιός
κρηπῑδο-ποιός, Schuhe machend; ὁ κρ., der Schuhmacher; Ath. XIII, 568 e.
-
107 κρουματο-ποιός
κρουματο-ποιός, ein Tonkünstler, Machon bei Ath. VIII, 337 c, von einem Auleten.
-
108 κρημνο-ποιός
κρημνο-ποιός, Abgründe machend, übertr. vom Aeschylus, der hochtrabende, halsbrechende Worte macht, Ar. Ran. 1367.
-
109 ζυγο-ποιός
ζυγο-ποιός, der Joche verfertigt, Pherecr. Ath. VI, 269 c.
-
110 ζωμο-ποιός
ζωμο-ποιός, ὁ, der Brühe od. Suppe bereitet, Plut. Lac. apophth. Archidam.
-
111 ζωο-ποιός
ζωο-ποιός, belebend, Schol. Eur. Phoen. 349 u. a. Sp.
-
112 κωθωνο-ποιός
κωθωνο-ποιός, Becher machend, Dinarch. bei Poll. 7, 160.
-
113 κωμῳδιο-ποιός
κωμῳδιο-ποιός, ὁ, = κωμῳδοποιός, nach Moeris schlechtere hellenistische Form, die sich als v. l. hier u. da schon bei Plato, sicher aber erst bei Sp. findet.
-
114 κωμῳδο-ποιός
κωμῳδο-ποιός, ὁ, der Comödiendichter; Plat. Apol. 18 d Phaed. 70 b; Arist. rhet. 3, 3 u. Folgde.
-
115 καπνο-ποιός
καπνο-ποιός, Rauch machend, rauchend, ξύλον σύκινον Schol. Ar. Vesp. 145.
-
116 καρπο-ποιός
καρπο-ποιός, Frucht hervorbringend, Demeter, Eur. Rhes. 964.
-
117 καρῡκο-ποιός
καρῡκο-ποιός, leckere Brühe zubereitend, Ath. IV, 173 d, aus Achaeus.
-
118 κασσιτερο-ποιός
κασσιτερο-ποιός, ὁ, Zinngießer, Procl.
-
119 καυσο-ποιός
καυσο-ποιός, Hitze hervorbringend, Eust. ad D. Per. p. 11.
-
120 κερατο-ποιός
κερατο-ποιός, Horn bearbeitend, Sp.; das verb. κερατοποιέω, Hörner machen, Schol. Arat. 48.
См. также в других словарях:
ποιός — of a certain nature masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖος — of what kind? masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός … Dictionary of Greek
ποιός — ή, ό γεν. ποιου και ποιανού, ποιας και ποιανής, ερωτ. αντων.: Ποιος ήρθε; – Ποιανού είναι το καπέλο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαῖς — ποιός of a certain nature fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)