-
81 χαρο-ποιός
χαρο-ποιός, Freude machend, erfreuend, ϑυσίαι Eur. Hec. 917 u. Χάριτες Phoen. 800 f. L. statt χοροποιός, nach Pors.
-
82 χαλῑνο-ποιός
χαλῑνο-ποιός, Zäume machend (?).
-
83 χορδο-ποιός
χορδο-ποιός, Darmsaiten machend, verfertigend, Darmsaitenmacher, Poll. 8, 154.
-
84 χορο-ποιός
χορο-ποιός, einen Chor errichtend, anordnend, Xen. Ages. 2, 17; daher auch den Chor führend, vortanzend; Soph. Ai. 683 heißt Pan ὦ ϑεῶν χοροπ οί' ἄναξ; Ar. Ran. 353 ἥβα.
-
85 χλωρο-ποιός
χλωρο-ποιός, grün machend, Schol. Il. 7, 479 und sonst bei Gramm.
-
86 χλαμυδο-ποιός
χλαμυδο-ποιός, Reitermäntel machend (?).
-
87 χλανιδο-ποιός
χλανιδο-ποιός, seine Oberkleider verfertigend.
-
88 χλοο-ποιός
χλοο-ποιός, Grünes, Kräuter hervorbringend (?).
-
89 χολο-ποιός
χολο-ποιός, Galle machend, erzeugend, Diosc.
-
90 ψυχρο-ποιός
ψυχρο-ποιός, kalt machend, abkühlend, erkältend.
-
91 ψωμο-ποιός
ψωμο-ποιός, Bissen, Brocken machend, Plut. lac. apophth. p. 214, v. l. ζωμοποιός.
-
92 ψευδο-ποιός
ψευδο-ποιός, falsch machend, πονηρία Din. 2, 4, nach der vulg., Bekker hat δευσοποιός geschrieben.
-
93 ψιαθο-ποιός
ψιαθο-ποιός, Binsenmatten, Matratzen machend?
-
94 ψελλιο-ποιός
ψελλιο-ποιός, Armbänder machend, Philoxen. Gloss.
-
95 ψηφο-ποιός
ψηφο-ποιός, 1) Steinchen, Würfel zum Spielen od. zur Mosaikarbeit machend. – 2) Stimmen machend, erkaufend, κλέπτης αὐτοῦ ψηφοποιὸς εὑρέϑης, du wurdest als Einer erfunden, der ihm die Stimmen stahl, die er sonst bekommen haben würde, Soph. Ai. 1135.
-
96 ψοφο-ποιός
ψοφο-ποιός, Geräusch, Lärm machend, Sp.
-
97 βροντο-ποιός
βροντο-ποιός, donnermachend, Luc. Philop. 4, 24.
-
98 βυρσο-ποιός
βυρσο-ποιός, Gerber, Dinarch. bei Poll. 7, 160.
-
99 μυρο-ποιός
μυρο-ποιός, wohlriechende Oele, Salben bereitend; Ath. XIII, 608 a; Anacr. bei Poll. 7, 177.
-
100 ξυστρο-ποιός
ξυστρο-ποιός, der ξύστρας macht.
См. также в других словарях:
ποιός — of a certain nature masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖος — of what kind? masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός … Dictionary of Greek
ποιός — ή, ό γεν. ποιου και ποιανού, ποιας και ποιανής, ερωτ. αντων.: Ποιος ήρθε; – Ποιανού είναι το καπέλο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαῖς — ποιός of a certain nature fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)