-
21 πλακουντο-ποιός
πλακουντο-ποιός, Kuchen backend, Kuchenbäcker, Sopat. bei Ath. XIV, 644 c.
-
22 πονηρο-ποιός
πονηρο-ποιός, schlecht machend, Sp.
-
23 πλουτο-ποιός
πλουτο-ποιός, Reichthum machend, reich machend; Plut. Num. 16 u. öfter; ἀδικία, de superstit. 1; Poll. 3, 22.
-
24 πληκτρο-ποιός
πληκτρο-ποιός, πλῆκτρα verfertigend, Poll. 7, 154.
-
25 ποθεινο-ποιός
ποθεινο-ποιός, Sehnsucht erregend, Schol. Eur. Phoen. 1727.
-
26 πολεμο-ποιός
πολεμο-ποιός, Krieg, Feindseligkeiten erregend, auch verfeindend, zu Feinden machend; Arist. pol. 5, 11, Plut. Popl. 21 u. a. Sp.
-
27 πηλο-ποιός
πηλο-ποιός, 1) Koth, Schmutz machend. – 2) = πηλοπλάϑος, Sp., zw.
-
28 πῑλο-ποιός
πῑλο-ποιός, Filz machend, Filzmacher, Poll. 7, 171.
-
29 πῡο-ποιός
-
30 σπερχνο-ποιός
σπερχνο-ποιός, s. Folgds, Hesych.
-
31 σπαθο-ποιός
σπαθο-ποιός, ὁ, Schwertmacher, Gloss.
-
32 στυγνο-ποιός
στυγνο-ποιός, traurig od. finster machend, Schol. Soph. Trach. 1066.
-
33 στασιο-ποιός
στασιο-ποιός, ὁ, Aufwiegler, neben νεωτεριστής Ios. de vit. 27.
-
34 στεφανο-ποιός
στεφανο-ποιός, Kränze machend, Arist. magn. mor. 2, 7.
-
35 στιχο-ποιός
στιχο-ποιός, Verse machend, verächtlicher Ausdruck für Dichter, Verseschmied (?).
-
36 στελγιδο-ποιός
στελγιδο-ποιός, = στλεγγιδοποιός, E. M.
-
37 στλεγγιδο-ποιός
στλεγγιδο-ποιός, στλεγγίδας verfertigend; B. A. 303; Phot.
-
38 στλεγγο-ποιός
στλεγγο-ποιός, = στλεγγιδοποιός, Arcad. 72, 10.
-
39 στῡπιο-ποιός
στῡπιο-ποιός, Werg machend, Sp.
-
40 συν-ιερο-ποιός
συν-ιερο-ποιός, mit die Opfer od. den Gottesdienst besorgend.
См. также в других словарях:
ποιός — of a certain nature masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖος — of what kind? masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός … Dictionary of Greek
ποιός — ή, ό γεν. ποιου και ποιανού, ποιας και ποιανής, ερωτ. αντων.: Ποιος ήρθε; – Ποιανού είναι το καπέλο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαῖς — ποιός of a certain nature fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)