Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ποιμνίτης

См. также в других словарях:

  • ποιμνίτης — ὁ, Α ο ποιμενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + επίθημα ίτης (πρβλ. στηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ποιμνίτας — ποῑμνίτᾱς , ποιμνίτης shepherds masc acc pl ποῑμνίτᾱς , ποιμνίτης shepherds masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμνίταις — ποῑμνίταις , ποιμνίτης shepherds masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»