-
1 ποιμνιτης
См. также в других словарях:
ποιμνίτης — ὁ, Α ο ποιμενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + επίθημα ίτης (πρβλ. στηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
ποιμνίτας — ποῑμνίτᾱς , ποιμνίτης shepherds masc acc pl ποῑμνίτᾱς , ποιμνίτης shepherds masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνίταις — ποῑμνίταις , ποιμνίτης shepherds masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)