-
1 ποικιλόφρων
A = ποικιλομήτης, ἀλώπα Alc.Supp.22.7; of Odysseus, E.Hec. 131 (anap.); cf. ποικιλόθρονος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλόφρων
См. также в других словарях:
σκολιόφρων — ον, ΜΑ αυτός που κάνει διεστραμμένες σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ποικιλό φρων] … Dictionary of Greek