Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ποικιλόχρωμος

См. также в других словарях:

  • ποικιλόχρωμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόχρωμος — η, ο / ποικιλόχρωμος, ον, ΝΑ αυτός που παρουσιάζει ποικιλία χρωμάτων, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόχρωμος — η, ο αυτός που έχει ποικίλα χρώματα, αλλ. πολύχρωμος, παρδαλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • αιολόχρως — αἰολόχρως ( ωτος), ο, η (Α) πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + χρώς] …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • αλάς — Βλ. λ. άλατα. * * * ο 1. (άλογο) στικτό, με άσπρα στίγματα σε μαύρο βάθος 2. μάλλινος επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ala «ποικιλόχρωμος»] …   Dictionary of Greek

  • ανθεσίχρως — ἀνθεσίχρως, ο, η (Α) ζωηρόχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός …   Dictionary of Greek

  • ανθοκόμος — ο (Α ἀνθοκόμος, ον) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών αρχ. επίθ. 1. στολισμένος με άνθη 2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος …   Dictionary of Greek

  • ανθοφυής — (Α ἀνθοφυής, ές) αυτός που παράγει άνθη αρχ. ποικιλόχρωμος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»