Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ποικιλό-γηρυς

См. также в других словарях:

  • καλόγηρυς — καλόγηρυς, ήρυος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει καλή φωνή, ο καλλίφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γηρυς (< γῆρυς «φωνή, ομιλία»), πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς] …   Dictionary of Greek

  • μειλιχόγηρυς — μειλιχόγηρυς, υ (Α) αυτός που μιλάει ήρεμα, γλυκά, ευχάριστα ή καθησυχαστικά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. βροτό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] …   Dictionary of Greek

  • μελίγηρυς — και δωρ. τ. μελίγαρυς, υος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει γλυκιά σαν μέλι φωνή, γλυκύφωνος, μελωδικός (α. «μελίγηρυν ὄπα», Ομ. Οδ. β. «μελιγάρυες ὕμνοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»