Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποικιλτής

См. также в других словарях:

  • ποικιλτής — broiderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτής — ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ [ποικίλλω] τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ποικιλταῖς — ποικιλτής broiderer masc dat pl ποικιλτός variegated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλταί — ποικιλτής broiderer masc nom/voc pl ποικιλτός variegated fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτοῦ — ποικιλτής broiderer masc gen sg ποικιλτός variegated masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτήν — ποικιλτής broiderer masc acc sg (attic epic ionic) ποικιλτός variegated fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτῶν — ποικιλτής broiderer masc gen pl ποικιλτός variegated fem gen pl ποικιλτός variegated masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλτ' — ποικιλτά̱ , ποικιλτής broiderer masc nom/voc/acc dual ποικιλτά , ποικιλτής broiderer masc voc sg ποικιλτά , ποικιλτής broiderer masc nom sg (epic) ποικιλταί , ποικιλτής broiderer masc nom/voc pl ποικιλτά , ποικιλτός variegated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτά — ποικιλτά̱ , ποικιλτής broiderer masc nom/voc/acc dual ποικιλτής broiderer masc voc sg ποικιλτής broiderer masc nom sg (epic) ποικιλτός variegated neut nom/voc/acc pl ποικιλτά̱ , ποικιλτός variegated fem nom/voc/acc dual ποικιλτά̱ , ποικιλτός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτάς — ποικιλτά̱ς , ποικιλτής broiderer masc acc pl ποικιλτά̱ς , ποικιλτής broiderer masc nom sg (epic doric aeolic) ποικιλτά̱ς , ποικιλτός variegated fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενυφάντης — ἐνυφάντης, ο (θηλ. ἐνυφάντρια) (Α) αυτός που ενυφαίνει μια διακόσμηση, ο ποικιλτής, ο κεντητής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»