-
1 ποικιλταίς
-
2 ποικιλταῖς
См. также в других словарях:
ποικιλταῖς — ποικιλτής broiderer masc dat pl ποικιλτός variegated fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ποικιλταίς
2 ποικιλταῖς
ποικιλταῖς — ποικιλτής broiderer masc dat pl ποικιλτός variegated fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)