-
1 ποικιλο-φόρμιγξ
ποικιλο-φόρμιγξ, von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2.
-
2 ποικιλό-γηρυς
ποικιλό-γηρυς, dor. ποικιλόγᾱρυς, mannigfach tönend, von mannichfaltigem Klange, φόρμιγξ, Pind. Ol. 3, 8. Vgl. ποικιλόδειρος.
-
3 ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλο-φόρμιγξ, von mannigfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet
См. также в других словарях:
χρυσοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, Α (για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει χρυσή φόρμιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φόρμιγξ «λύρα» (πρβλ. ποικιλο φόρμιγξ)] … Dictionary of Greek