-
1 ἠθο-ποιΐα
-
2 ἠθοποιΐα
ἠθο-ποιΐα, ἡ, das Bilden, Darstellen der Sitten od. Charaktere
См. также в других словарях:
κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] … Dictionary of Greek