-
1 Πόθ'
Πόθε, Πόθοςlonging: masc voc sg -
2 ποθ'
ποθά̱, ποθήlonging: fem nom /voc /acc dualποθά̱, ποθήlonging: fem nom /voc sg (doric aeolic)ποθαί, ποθήlonging: fem nom /voc plποθῐ, ποθιwhere?enclitic indeclform (adverb)ποτᾰ, ποτέaeolic (enclitic indeclform particle)ποτε, ποτέenclitic indeclform (particle)ποτά̱, ποτήflight: fem nom /voc /acc dualποτά̱, ποτήflight: fem nom /voc sg (doric aeolic)ποταί, ποτήflight: fem nom /voc plποτά, ποτόνdrunk: neut nom /voc /acc plποτά, ποτόςdrunk: neut nom /voc /acc plποτά̱, ποτόςdrunk: fem nom /voc /acc dualποτά̱, ποτόςdrunk: fem nom /voc sg (doric aeolic)ποτέ, ποτόςdrunk: masc voc sgποταί, ποτόςdrunk: fem nom /voc plποτί, πρόςon the side of: epic doric (indeclform prep) -
3 πόθ'
πόθι, πόθιwhere?indeclform (adverb)πόθε, πόθοςlonging: masc voc sgπότε, πότεwhen? at what time?indeclform (interrog)πότα, πότηςdrinker: masc voc sgπότα, πότηςdrinker: masc nom sg (epic)πότι, πότηςdrinker: fem voc sgπόται, πότηςdrinker: masc nom /voc plπότᾱͅ, πότηςdrinker: masc dat sg (doric aeolic)πότι, πότιςone who drinks hot drinks: fem voc sgπότε, πότοςdrinking-bout: masc voc sgποθῐ, ποθιwhere?enclitic indeclform (adverb)ποτᾰ, ποτέaeolic (enclitic indeclform particle)ποτε, ποτέenclitic indeclform (particle) -
4 πόθ-οδος
-
5 ποθ-οράω
-
6 ποθ-ολκίς
-
7 ποθ-έρπω
-
8 ποθ-έσπερος
ποθ-έσπερος, dor. statt προςέσπερος; τὰ ποϑέσπερα, als adv., gegen Abend, Abends, Theocr. 4, 3. 8, 16.
-
9 ποθέω
Aποθήμεναι Od.12.110
: [dialect] Ep. [tense] impf.πόθεον Il.2.726
, etc.; alsoποθέεσκον 1.492
, Call.in PSI9.1092.51: [tense] fut.ποθήσω X.Mem.3.11.3
, Oec.8.10, ([etym.] ἐπι-) Hdt.5.93; alsoποθέσομαι Lys.8.18
, Pl.Phd. 98a: [tense] aor. ἐπόθεσα, [dialect] Ep. πόθεσα, inf. ποθέσαι, Il.15.219, Od.2.375, 4.748, ([etym.] προ-) Gal.Thras. 29; , X.HG5.3.20, etc.; both forms in codd. of Hdt.,ἐπόθησε 3.36
,ἐπόθεσαν 9.22
; ἐπόθεσα also in codd. of Isoc.4.122, 19.7: [tense] pf.πεπόθηκα AP11.417
, S.E.M.11.139, etc.:— [voice] Med., S.Tr. 103(lyr.):—[voice] Pass., [tense] pf.πεπόθημαι Orph.H.81.3
, etc.: (cf. πόθος fin.):—long for, yearn after (what is absent), miss or regret (what is lost),φθινύθεσκε.. αὖθι μένων, ποθέεσκε δ' ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε Il.1.492
;πόθεόν γε μὲν ἀρχόν 2.703
;τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω Od.1.343
;π. στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς Pi.O.6.16
, cf. Hdt.3.36, 9.22, etc.;ἄνδρας πόλις ἥδε ποθεῖ IG12.945.10
; ;τὸν δ' ἐμὸν δῆμον ποθῶν Ar.Ach.33
;ποθεῖς τὸν οὐ παρόντα Id.Pl. 1127
; αἱ κνῆμαι.. σου.. τὰς πέδας π. ib. 276; ἡ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει the place itself will miss what is absent, X.Oec.8.10;π. τὰς ἐν τῇ νεότητι ἡδονάς Pl.R. 329a
, cf. Ti. 19a, And. 1.70:—[voice] Pass., S.Tr. 632, etc.; ὦ ποθουμένη (sc. Εἰρήνη) Ar. Pax 586;ποθεῖκαὶ ποθεῖται Pl.Phdr. 255d
.2 of things, crave, require,τί γὰρ π. τράπεζα; E.Fr. 467
;π. ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε Pl.Smp. 204d
, cf. Prt. 352a.II c. inf., to be anxious to do, E.Hec. 1020, Antipho5.64, X.An.6.4.8; τὸ νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν my sickness needs to take thee.., S.Ph. 675; ἆρα ἔτι ποθοῦμεν μὴ ἱκανῶς δεδεῖχθαι; do we still feel that it has not been satisfactorily proved? Pl.Lg. 896a:—[voice] Pass., ποθεῖται.. λεχθῆναι requires to be stated, Arist.EN 1097b23.III abs., love with fond regret,οἱ δὲ ποθεῦντες ἐν ἤματι γηράσκουσι Theoc.12.2
, cf. Luc.Im.22, etc.3 [voice] Med. only in ib. 103(lyr.), ποθουμένα φρήν the longing soul, cf. Eust.806.56. -
10 ποθή
ποθ-ή, ἡ,A = πόθος, c. gen., longing, desire for..,ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Il.6.362
, cf. 14.368, etc.; σῇ ποθῇ from longing after thee, 19.321: in late Prose,π. ψυχροῦ ἠέρος Aret.SA1.7
. -
11 πόθημα
-
12 ποθήσιμος
ποθ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποθήσιμος
-
13 πόθησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόθησις
-
14 ποθητικός
A disposed to long for, τὸ ὀρεκτικὸν καὶ π. τινός Metop. ap. Stob.3.1.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποθητικός
-
15 ποθητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποθητός
-
16 ποθητύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποθητύς
-
17 ποθήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποθήτωρ
-
18 ποθέσπερος
ποθ-έσπερος, adv., gegen Abend, Abends -
19 ποθολκίς
ποθ-ολκίς, ἡ, Zügel, Halfter, womit man Pferde u. a. Zugtiere zieht und lenkt -
20 ποτέ
1 oncea in princ. cl., (often in conjunction with καί, otherwise within subs. phrase: exception fr. 93.)τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων στρατὸν καὶ Χίμαιραν ἔπεφνεν O. 13.87
ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι P. 9.79
θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.45
καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38
χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.36
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα N. 9.13
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγονστρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25
καί ποτ' Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἧλθ ἀνὴρ (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.52ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65
καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ π[οτ ἀ]πὸ προθύρων βαρύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135
κεράιζε Τυφῶνα Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93.b within rel. cl.ἐλαίας, τάν ποτε ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.13
( ἔλαφον)ἅν ποτε Ταυγέτα ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29
( αἶνος)ὃν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ, ἐπεὶ O. 6.13
ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33
ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71
τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.9
( ὥρα)ἅ ποτε θάνατον ἆλκε O. 10.104
ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16
οἶος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
( Πυθῶνι)ἔνθα ποτὲ χρῆσεν P. 4.4
( ἔπος)Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10
“( ὄρνις) τόν ποτε δέξατ” P. 4.20 “( υἱὸς) τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτε” P. 4.46 τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσει” P. 4.53 “ ἀρχαίαν κομίζων τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν” P. 4.107 “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνε” P. 4.152 “ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη” P. 4.161τά ποτ' ἐν οὔρεσι P. 6.21
λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Οἰκλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.39
Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ποτε Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5
ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15
παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6
σὺν ᾧ ποτεΤροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25
τὸν κροπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann: ὁ σὸς ἀείσεται, παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen) N. 4.90τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9
( θεός)ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18
( φιάλαισι)ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” I. 6.48ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα I. 8.54
“χθόνα τοί ποτε πέμψαν Pae. 4.42
]ποτ' εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ” (ἅν ]ποτ supp. G-H.) Πα. 8A. 18.οἶά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8
τόν ποτε[ Πα. 22. b. 9. ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Δ. 2. 2. τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ ὁ Λέσβιος εὗρεν fr. 125. 1. Ὀρχομενῶ ἔνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.c in quasi rel. cl., c. part., simm.τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30
τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.) P. 4.258κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.26
d in subord. cl.ὅτε τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.33
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112
e modifying adv.ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.31
2 evera c. neg.I in princ. cl.ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44
II c. inf.οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.77
μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26
b in subord. indef. cl.I conditionalδιδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον P. 4.266
“εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.42II rel.οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις μορφάν O. 6.76
3 referring to fut., some day “φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” P. 4.14ἀλλ' εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν P. 4.293
4 fragg.καί ποτε[ Pae. 6.73
ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων fr. 72.
См. также в других словарях:
ποθ' — ποθά̱ , ποθή longing fem nom/voc/acc dual ποθά̱ , ποθή longing fem nom/voc sg (doric aeolic) ποθαί , ποθή longing fem nom/voc pl ποθῐ , ποθι where? enclitic indeclform (adverb) ποτᾰ , ποτέ aeolic (enclitic indeclform particle) ποτε , ποτέ… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθ' — Πόθε , Πόθος longing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθ' — πόθι , πόθι where? indeclform (adverb) πόθε , πόθος longing masc voc sg πότε , πότε when? at what time? indeclform (interrog) πότα , πότης drinker masc voc sg πότα , πότης drinker masc nom sg (epic) πότι , πότης drinker fem voc sg πόται , πότης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Beute (1), die — 1. Die Beute, plur. inus. dasjenige was dem Feinde im Kriege an beweglichen Gütern abgenommen wird. Beute machen, dem Feinde dergleichen Sachen abnehmen. Eine Sache Beute machen, sie auf solche Art bekommen. Auf Beute ausgehen. Mein ganzes… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
BALNEATOR — qui balneum succendit ac calefacit, Lampridio in Commodo, c. 1. Quum tepidius forte lotus esset, balneatorem in fornacem conici iussit: quando a paedagogo, cui hoc iussum fuerat, vervecina pellis in fornace consumpta est, ut fidem poenae de… … Hofmann J. Lexicon universale
CERVIX — apud Papinium Statium, Theb. l. 2. v. 326. Cervixque recepteo Sanguine magna redit elatus est fortisque animus, qui non aliâ re frequentius Poetis aliisque Auctoribus, velut per paroemiam describitur, quam erectâ, magnâ, sublimi cervice. Claudian … Hofmann J. Lexicon universale
THEOGONIA — Graece Θεογονία, nobile Hesiodi Poema, quô Deorum Gentilium ortum et genirores prosequutus est. Lutatius ad Papinum, Theb. l. 4. v. 482. Quidam volunt, non filium Iovis Mercurium, sed Pyrrhae, in qua opinione et Hesiodus versatur, in his libris,… … Hofmann J. Lexicon universale
ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] … Dictionary of Greek
ερωτιά — η [έρωτας] 1. έρωτας («ποιός είν’ αυτός που τραγουδεί τής ερωτιάς τα πάθη;», Ερωτόκρ.) 2. ερωτισμός («εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις», Σουμμ.) 3. χάρη, κομψότητα («με ερωτίας τάξιν») … Dictionary of Greek
θοάζω — (I) θοάζω (Α) [θοός] 1. (μτβ.) κινώ βίαια, σφοδρά, γρήγορα («θοάζειν πτέρυγας», Ευρ.) 2. βιάζω («τὶς ὅδ ἀγὼν θοάζων σε;» τί έργο σε βιάζει τόσο; Ευρ.) 3. επισπεύδω 4. μτφ. καταβροχθίζω με λαιμαργία («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» καταβρόχθιζαν λαίμαργα… … Dictionary of Greek