-
1 ἄλλοθεν
ἄλλοθεν, Adv.A from another place, ἄ. ἄλλος one from one place, another from another, Il.2.75, etc., cf. Alc.86, Emp.23, Thgn.518, A. Ag.92, 595, etc. ; ἄ. εἰλήλουθε he came from abroad, Od.3.318 ;ποθεν ἄλλοθεν 7.52
; in[dialect] Att., ἄ. ὁθενοῦν or ὁποθενοῦν from what other place soever, Pl.Lg. 738c, Grg. 512a ;οὐδαμόθεν ἄ. Id.Phlb.3c
a: c. gen. loci,ἄ. τῶν Ἑλλήνων Id.Lg. 707e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλλοθεν
-
2 πόθεν
I interrog. Adv. whence?1 of Place,εἰρώτα.., τίς εἴη καὶ π. ἔλθοι Od.15.423
;ποδαπὸς ὁ ξένος; π.; A.Ch. 657
;ποῖ δὴ καὶ π.; Pl.Phdr. 227a
: c. gen.,τίς π. εἰς ἀνδρῶν; Il.21.150
, Od.1.170, al.;κ. τῆς Φρυγίης ἥκων; Hdt.1.35
; , etc.2 of origin, π. γένος εὔχεται εἶναι from what stock he avows that he is by descent, Od.17.373;τὴν.. τέχνην πῶς καὶ π. ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι; Pl.Phdr. 269d
;π. ἄλλοθεν..; D.3.28
: c. gen.,π. ποτὲ.. θνητῶν ἔφυσαν; E.Supp. 841
.4 of the cause, whence? wherefore?π. χοὰς ἔπεμψεν; ἐκ τίνος λόγου; A.Ch. 515
; to express surprise or negation, π. γὰρ ἔσται βιοτά; i.e. οὐδαμόθεν, S.Ph. 1159 (lyr.);π. υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν; Ev.Marc. 12.37
;πόθεν;
how can it be? impossible! nonsense!E.
Ph. 1620, Ar.V. 1145, Ra. 1455;σὺ δ' ὁμέστιος θεοῖς; π.; Id.Fr. 655
;ἀλλ' οὐκ ἔστι ταῦτα· πόθεν; πολλοῦ γε καὶ δεῖ D.18.47
, cf. 24.157, etc.;π. γάρ; E. Alc. 781
.5 with Verbs of finding, taking, purchasing, etc.,π. ἂν πριαίμην ῥῖνα; Ar. Pax21
;π. ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp. 2.4
;π. πρᾷον.. ἦθος εὑρήσομεν; Pl.R. 375c
, cf. Euthd. 273e, al.; soκάθησθε κλάοντες περὶ τῆς αὔριον π. φάγητε Arr.Epict.1.9.19
.II [full] ποθέν, enclit. Adv. from some place or other,εἴ π. Il.9.380
;εἰ καί π. ἄλλοθεν ἔλθοι Od.7.52
, cf. 5.490;φανεὶς.. π. A.Pers. 354
;ἦλθέ π. σωτήρ Id.Ch. 1073
(anap.);ἐκ δρυός π. ἢ ἐκ πέτρας Pl.R. 544d
; ἐκ βιβλίου π. ἀκούσας from some book or other, Id.Phdr. 268c, cf. 244d; after ἐνθένδε, ἐντεῦθεν, ib. 229b, 270a, etc. -
3 αὔω
αὔω (A),A get a light, light a fire,ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι Od.5.490
: —[voice] Med., take fire, Arat.1035.—Only poet. (Cf. ἐναύω, etc.; from αὐσιω, cf. ONorse ausa 'sprinkle', Lat. haurio, haustum.)------------------------------------A : [tense] aor. ἤϋσα (v. infr.):—cry out, shout, call aloud, freq. in Hom.,αὖε δ' Ἀθήνη Il.20.48
, cf. Call.Dian.56 sq.;κέκλετ' ἀΰσας Il.4.508
, cf. 6.66, etc.;μακρὸν ἄϋσε 5.101
;ἤϋσε.. μέγα τε δεινόν τε ὄρθια 11.10
; ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον ib. 275, etc.:—also in Trag.,αὔειν λακάζειν A.Th. 186
;μηδὲν μέγ' ἀΰσῃς S.El. 830
(lyr.); : c. acc. cogn., utter,στεναγμὸν.. ἀΰσατ' E. Supp. 800
(lyr.); τίν' αὐδὰν ἀΰσω; Id. Ion 1446.2 c. acc. pers., call upon,αὖε δ' ἑταίρους Il.11.461
, 13.475, cf. Od.9.65, Theoc.13.58.3 rarely of things, ring,καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς.. ἄϋσεν Il.13.409
(v. subαὖος 2
); of the sea, roar, A.R.2.566. [In [tense] pres. and [tense] impf. αὐ- is a diphthong; in [tense] fut. and [tense] aor. a disyll. ᾰῡσω, ἤῡσα.]------------------------------------αὔω (C), -
4 αὕω
αὔω, αὕω: kindle; ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι, that he might not have to ‘get a light’ elsewhere, Od. 5.490†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὕω
См. также в других словарях:
άλλοθεν — ἄλλοθεν επίρρ. (Α) 1. από άλλο μέρος, από αλλού 2. από άλλο πρόσωπο, από άλλη πηγή ή αιτία 3. φρ. «ἄλλοθεν ἄλλος», άλλος από ένα μέρος και άλλος από άλλο «ἄλλοθεν ὁθενοῦν ή ὁποθενοῦν», από οποιοδήποτε άλλο μέρος «ἄλλοθεν ποθεν», από κάποιο άλλο… … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( … Deutsch Wikipedia
CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
όθεν — και όθε και όθενε (ΑΜ ὅθεν) επίρρ. 1. (αναφ.) από εκεί όπου, απ όπου, από όποιο μέρος, από όποιο πράγμα ή πρόσωπο ή χρόνο («ὑπὸ πλατανίσκῳ ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (τοπικό) (αντί τού ὄθι) όπου («ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη»,… … Dictionary of Greek