Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποηφάγος

См. также в других словарях:

  • ποηφάγος — eating grass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγος — και ποιοφάγος και ποοφάγος και ποιηφάγος, ον, Α (για ζώα) αυτός που τρώει χλόη («τῶν ζῴων τὰ μὲν ἐστι ποηφάγα, τὰ δὲ θαμνοφάγα», Σεξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ / ποίᾱ + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. χορτο… …   Dictionary of Greek

  • ποηφάγον — ποηφάγος eating grass masc/fem acc sg ποηφάγος eating grass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγα — ποηφάγος eating grass neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγοι — ποηφάγος eating grass masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγοις — ποηφάγος eating grass masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγου — ποηφάγος eating grass masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγους — ποηφάγος eating grass masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγων — ποηφάγος eating grass masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφαγής — ές, Α ο ποηφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ποηφάγος, κατά τα σιγμόληκτα] …   Dictionary of Greek

  • ποηφαγία — ἡ, Α [ποηφάγος] η χορτοφαγια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»