-
1 ποηφαγος
-
2 ποηφάγος
ποηφάγοςeating grass: masc /fem nom sg -
3 ποηφάγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποηφάγος
-
4 ποηφάγος
ποη-φάγος, Gras, Kraut fressend -
5 ποηφάγον
ποηφάγοςeating grass: masc /fem acc sgποηφάγοςeating grass: neut nom /voc /acc sg -
6 ποηφάγα
ποηφάγοςeating grass: neut nom /voc /acc pl -
7 ποηφάγοι
ποηφάγοςeating grass: masc /fem nom /voc pl -
8 ποηφάγοις
ποηφάγοςeating grass: masc /fem /neut dat pl -
9 ποηφάγου
ποηφάγοςeating grass: masc /fem /neut gen sg -
10 ποηφάγους
ποηφάγοςeating grass: masc /fem acc pl -
11 ποηφάγων
ποηφάγοςeating grass: masc /fem /neut gen pl -
12 ποιηφαγος
-
13 ποοφαγος
-
14 ποη-φαγής
-
15 ποο-φάγος
См. также в других словарях:
ποηφάγος — eating grass masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποηφάγος — και ποιοφάγος και ποοφάγος και ποιηφάγος, ον, Α (για ζώα) αυτός που τρώει χλόη («τῶν ζῴων τὰ μὲν ἐστι ποηφάγα, τὰ δὲ θαμνοφάγα», Σεξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ / ποίᾱ + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. χορτο… … Dictionary of Greek
ποηφάγον — ποηφάγος eating grass masc/fem acc sg ποηφάγος eating grass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποηφάγα — ποηφάγος eating grass neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποηφάγοι — ποηφάγος eating grass masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποηφάγοις — ποηφάγος eating grass masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποηφάγου — ποηφάγος eating grass masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποηφάγους — ποηφάγος eating grass masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποηφάγων — ποηφάγος eating grass masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποηφαγής — ές, Α ο ποηφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ποηφάγος, κατά τα σιγμόληκτα] … Dictionary of Greek
ποηφαγία — ἡ, Α [ποηφάγος] η χορτοφαγια … Dictionary of Greek