-
1 ποιηφαγος
-
2 ποιηφάγος
ποιη-φάγος, Gras, Kräuter fressend -
3 ποιηφάγον
ποιηφάγοςeating grass: masc /fem acc sgποιηφάγοςeating grass: neut nom /voc /acc sg -
4 ποιηφάγα
ποιηφάγοςeating grass: neut nom /voc /acc pl -
5 ποιηφάγων
ποιηφάγοςeating grass: masc /fem /neut gen pl -
6 ποιο-φάγος
ποιο-φάγος, = ποιηφάγος, Opp. Cyn. 2, 613.
-
7 ποηφάγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποηφάγος
-
8 ποιοφάγος
A = ποιηφάγος, Opp.C.2.613.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιοφάγος
См. также в других словарях:
ποιηφάγος — ον, Α βλ. ποηφάγος … Dictionary of Greek
ποιηφάγον — ποιηφάγος eating grass masc/fem acc sg ποιηφάγος eating grass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιηφάγα — ποιηφάγος eating grass neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιηφάγων — ποιηφάγος eating grass masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποηφάγος — και ποιοφάγος και ποοφάγος και ποιηφάγος, ον, Α (για ζώα) αυτός που τρώει χλόη («τῶν ζῴων τὰ μὲν ἐστι ποηφάγα, τὰ δὲ θαμνοφάγα», Σεξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ / ποίᾱ + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. χορτο… … Dictionary of Greek