-
1 ποδηγετέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδηγετέω
-
2 ποδηγέτης
A leader, guide, Lyc.385, D.C.40.25(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδηγέτης
-
3 ποδηγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδηγέω
-
4 ποδηγία
ποδηγ-ία, ἡ,A leading, guiding, Lyc.846.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδηγία
-
5 ποδηγός
A guiding the foot, guiding,τὰ π. Πόθων ὠκύπτερα AP5.178
(Mel.): but in Trag., etc., Subst., guide, E.Ph. 1715, Ph.1.109; attendant, S.Ant. 1196: irreg. [comp] Comp.ποδηγέστερος Phot.
, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδηγός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский