-
1 εὐ-φιλής
εὐ-φιλής, ές, sehr liebend, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλὴς ϑεῶν Aesch. Eum. 197, kein Gott liebt sie; –. sehr geliebt, theuer, χείρ Aesch. Ag. 34.
-
2 νεο-γενής
νεο-γενής, ές, neugeboren, eben erst entstanden; δάκος, Aesch. Ch. 523; ποίμνης, Antiphan. bei Ath. X, 449 b; ἡ τοῦ νεογενοῦς παιδὸς φύσις, Plat. Polit. 270 e; νεογενὲς παιδίον, Theaet. 160 e, öfter, u. Sp. S. νεογνής.
-
3 ἀπο-βου-κολέω
ἀπο-βου-κολέω (VLL. ἀφιστάναι), eigtl. Vieh von der Heerde sich verirren lassen u. es dadurch verlieren, E. M.; ἀπεβουκολήϑης ποίμνης Long. 1, 27; übertr., χαρίεν γάρ, εἰ ἕνεκα κρεαδίων τῇ ϑυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι Xen. Cyr. 1, 4, 13, wenn ich den Sohn auf der Jagd herumschweifen u. es so geschehen lasse, daß ihn meine Tochter verliert. Oefter Luc., δέος οὐδέν, μὴ ἀπολειφϑεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληϑῇ Navig. 4, daß er von uns weggelockt u. verführt werde; μικρὰ τοῦ πάϑους ἑαυτὸν ἀποβ., seine Leidenschaft ein wenig besänftigen, Amor. 16, u. so Sp.; übh. durch Sinnentrug lindern, besänftigen.
-
4 ἐπιβόσκομαι
ἐπιβόσκομαι (s. βόσκω), darauf weiden, sich nähren, πράσοις χλοεροῖς Batrach. 54; ποίμνῃς Mosch. 2, 82; übh. verzehren, πάντα, vom Feuer, Hdn. 1, 14, 9; so nass., Theophr.
-
5 ῥάχος
ῥάχος, ἡ, ion. ῥηχός oder ῥῆχος, 1) Dornstrauch, dorniges, struppiges Gebüsch, im Ggstz hochstämmiger starker Bäume, Xen. Cyn. 10, 7; Phot. erklärt ῥάχοι αἱ μυρίκιναι ῥάβδοι u. führt aus Soph. (frg. 935) ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης an, τοὺς φραγμοὺς ποίμνης erklärend; also – 2) Dornhecke, Dornzaun, Umhägung, Einfriedigung mit dornigem Strauchwerk, wofür das ion. ῥῆχος, od. richtiger ῥηχός, Her. 7, 142; Hesych. erkl. αἱμασιά. – 3) stachlige, dornige Ruthe, u. übh. Ruthe, Reis; E. M. erkl. σκόλοπα ἀκανϑώδη u. führt an, daß es auch von der Weinrebe gesagt werde, in welcher Bdtg ῥάχη bei Theophr. steht. – 4) nach Paus. 2, 32 hießen die wilden Oelbäume dei den Trözeniern ῥάχοι.
-
6 εὐφιλής
εὐ-φιλής, ές, sehr liebend; ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλὴς ϑεῶν, kein Gott liebt sie; sehr geliebt, teuer
См. также в других словарях:
ποίμνης — ποίμνη flock fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμνῃς — ποίμνη flock fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
паства — ПАСТВ|А (17), Ы с. 1.Пастбище: и водоноснаго осла на паству изводѧ же и въводѧ. Пр 1383, 5б; телци же тучными ѿ паствъ. и козлѧты ѿ ста(д) ѹмащатисѧ (βουκολίων) ГБ к. XIV, 102б. 2. Стадо: и вълкы ѿ паствы изгъна. (τῆς ποίμνης) КЕ XII, 263б; ||… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κοπάδι — το (Μ κοπάδι[ν] Α κοπάδιον) νεοελλ. μσν. (για ζώα) πλήθος, αγέλη 2. ποίμνιο («οι λύκοι ρήμαξαν τα κοπάδια») νεοελλ. 1. ασύντακτο, άτακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, μπουλούκι 2. φρ. «έχει ένα κοπάδι παιδιά» λέγεται για πολυτέκνους αρχ. τεμάχιο,… … Dictionary of Greek
μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… … Dictionary of Greek
προεξάρχω — ΝΜΑ 1. κατέχω την πρώτη θέση, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ (α. «συνοδικό συλλείτουργο προεξάρχοντος τού Αρχιεπισκόπου» β. «ὁ προεξάρχων τής ποίμνης» γ. «ο προεξάρχων τού χορού») 2. αρχίζω πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
στίλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ προηγούμενος τῆς ποίμνης κριὸς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί τού τ. κτίλος «κριάρι»] … Dictionary of Greek
υποσπώ — άω, Α [σπάω / σπῶ] 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι από κάτω («ποίμνης νεογνὸν θρέμμ ὑποσπάσας», Ευρ.) 2. αποσύρω κάτι κρυφά 3. μέσ. ὑποσπῶμαι, άομαι αποσπώ κάτι και τό σύρω προς το μέρος μου … Dictionary of Greek