-
1 ἀπο-βου-κολέω
ἀπο-βου-κολέω (VLL. ἀφιστάναι), eigtl. Vieh von der Heerde sich verirren lassen u. es dadurch verlieren, E. M.; ἀπεβουκολήϑης ποίμνης Long. 1, 27; übertr., χαρίεν γάρ, εἰ ἕνεκα κρεαδίων τῇ ϑυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι Xen. Cyr. 1, 4, 13, wenn ich den Sohn auf der Jagd herumschweifen u. es so geschehen lasse, daß ihn meine Tochter verliert. Oefter Luc., δέος οὐδέν, μὴ ἀπολειφϑεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληϑῇ Navig. 4, daß er von uns weggelockt u. verführt werde; μικρὰ τοῦ πάϑους ἑαυτὸν ἀποβ., seine Leidenschaft ein wenig besänftigen, Amor. 16, u. so Sp.; übh. durch Sinnentrug lindern, besänftigen.
См. также в других словарях:
ἀφιστάναι — ἀφίστημι put away pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek