-
1 περί-πνοια
περί-πνοια, ἡ, das Umwehen, D. Sic. 3, 19.
-
2 παλίμ-πνοια
παλίμ-πνοια, ἡ, = Vorigem, ἀνέμοιο παλιμπνοίῃσιν, Ap. Rh. 1, 586.
-
3 πολύ-πνοια
πολύ-πνοια, ἡ, vieles Wehen od. Stürmen, Orac. Sib.
-
4 σύμ-πνοια
σύμ-πνοια, ἡ, das Zusammenwehen, τῶν φυσῶν, Artemid. 2, 37; übertr., Uebereinstimmung, ἔχει τινὰ σύμπνοιαν καὶ συμπλοκὴν πρός τι, S. Emp. adv. log. 2, 430.
-
5 ταχύ-πνοια
ταχύ-πνοια, ἡ, schnelles Athemholen, Hippocr.
-
6 βραχύ-πνοια
βραχύ-πνοια, ἡ, das Kurzathmen, Galen.
-
7 ζοφό-πνοια
ζοφό-πνοια, ἡ, Westwind, Schol. Il. 21, 334.
-
8 εὔ-πνοια
-
9 δύς-πνοια
-
10 μακρό-πνοια
μακρό-πνοια, ἡ, der lange Athem, Medic.
-
11 διά-πνοια
-
12 ἀπό-πνοια
-
13 ὀρθό-πνοια
ὀρθό-πνοια, ἡ, das grade, aufrechte Athmen, eine Art Engbrüstigkeit, bei der man nur grade sitzend oder stehend athmen kann, Hippocr.
-
14 ἀντί-πνοια
ἀντί-πνοια, ἡ, dasselbe, Herodian. 5, 4, 22.
-
15 ἀνά-πνοια
ἀνά-πνοια, ἡ, Aushauchen, Arist. Probl. 33, 8.
-
16 ἄ-πνοια
-
17 ἐπί-πνοια
ἐπί-πνοια, ἡ, das Anhauchen, Anwehen, Διός Aesch. Suppl. 17. 44; ϑεῖαι 572, wie Plat. Legg. V, 747 e; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας ϑεῶν, nicht ohne göttliche Begeisterung, VII, 811 c, vgl. τῇ τοῦ Εὐϑύφρονος ἐπιπνοίᾳ πιστεύεις Crat. 399 a; οἷον ἐπιπνοίᾳ πρὸς τὸ καλόν Plut. Ag. 7.
-
18 ἔμ-πνοια
ἔμ-πνοια, ἡ, dasselbe, Luc. diss. c. Hes. 9.
-
19 ἔκ-πνοια
ἔκ-πνοια, ἡ, = Vor., Arist. somn. 2, 8.
-
20 πνοιή
См. также в других словарях:
πνοιά — πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc/acc dual (epic) πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιά — ἡ, Α (λυρ. τ.) βλ. πνοή … Dictionary of Greek
πνοιᾷ — πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιάν — πνοιά̱ν , πνοή blowing fem acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιάς — πνοιά̱ς , πνοή blowing fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόπνοια — ζοφόπνοια, ἡ (Α) η πνοή ανέμου από τη δύση, ο δυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + πνοια (< πνέω) πρβλ. ά πνοια, δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
εύπνοια — η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη) 1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή 2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων 3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή νεοελλ. μσν. ευάρεστη οσμή, ευωδία αρχ. 1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους 2. ευκολία… … Dictionary of Greek
σπανόπνοια — η, Ν μεγάλη βραδύτητα στον αναπνευστικό ρυθμό, που οφείλεται σε παθολογικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + πνοια (< πνοος < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
τραυματόπνοια — η, Ν ιατρ. αναπνευστικός ήχος που ακούγεται κατά την έξοδο και την είσοδο τού αέρα όταν ένα θωρακικό τραύμα έχει προκαλέσει επικοινωνία της κοιλότητας τού υπεζωκότα με την εξωτερική ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. traumatopnea… … Dictionary of Greek
υπόπνοια — η, Ν ιατρ. η ελάττωση τού μεγέθους τής αναπνοής, η οποία αποτελεί ένδειξη αναπνευστικής ανεπάρκειας και ελάττωσης τού κυψελιδικού αερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + πνοια (< πνοος / πνους < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
βαρύπνοια — βαρύπνοια, η (Α) η δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνοια < πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. άπνοια, δύσπνοια, ταχύπνοια κ.ά.)] … Dictionary of Greek