-
1 σύμ-πνοια
σύμ-πνοια, ἡ, das Zusammenwehen, τῶν φυσῶν, Artemid. 2, 37; übertr., Uebereinstimmung, ἔχει τινὰ σύμπνοιαν καὶ συμπλοκὴν πρός τι, S. Emp. adv. log. 2, 430.
-
2 σύμπνοια
σύμ-πνοια, ἡ, das Zusammenwehen; übertr., Übereinstimmung
См. также в других словарях:
εύπνοια — η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη) 1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή 2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων 3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή νεοελλ. μσν. ευάρεστη οσμή, ευωδία αρχ. 1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους 2. ευκολία… … Dictionary of Greek