-
1 душный
-
2 знойный
См. также в других словарях:
πνιγερός — ή, ό αυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, ασφυχτικός, αποπνιχτικός: Πνιγερή ατμόσφαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνιχτικός — ή, ό βλ. πνιγερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)