Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πνεύμων

См. также в других словарях:

  • πνεύμων — the lungs masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… …   Dictionary of Greek

  • πνευμόνων — πνεύμων the lungs masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονα — πνεύμων the lungs masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονας — πνεύμων the lungs masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονες — πνεύμων the lungs masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονι — πνεύμων the lungs masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονος — πνεύμων the lungs masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμοσι — πνεύμων the lungs masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμοσιν — πνεύμων the lungs masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεύμον' — πλεύμονα , πλεύμων the lungs masc acc sg πλεύμονι , πλεύμων the lungs masc dat sg πλεύμονε , πλεύμων the lungs masc nom/voc/acc dual πλεύμονα , πνεύμων the lungs masc acc sg (attic) πλεύμονι , πνεύμων the lungs masc dat sg (attic) πλεύμονε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»