Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πνίξω

См. также в других словарях:

  • πνίξω — πνί̱ξω , πνίγω choke aor subj act 1st sg πνί̱ξω , πνίγω choke fut ind act 1st sg πνί̱ξω , πνίγω choke aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρύγγι — το (Α λαρύγγιον) [λάρυγξ] νεοελλ. 1. ο λάρυγγας 2. φρ. α) «θα τού στρίψω το λαρύγγι» θα τόν πνίξω β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» φώναξα πάρα πολύ δυνατά αρχ. υποκορ. τού λάρυγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ ιον < θ. λαρυγγ (λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • σφριγηλός — ή, ό, Ν αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»