-
1 πνιγω
πνιγω, fut. πνίξομαι, gew. πνιξοῦμαι, bei Luc. auch πνίξω, aor. ἔπνιξα, pass. ἐπνίγην, u. fut. πνιγήσομαι, – ersticken, erwürgen, erdrosseln, u. pass. ersticken, intrans.; Ar. Nubb. 1358. 1019; πνίγων, Plat. Gorg. 522 a; Antiph. 4 α 6; πνίγεσϑαι, ertrinken, Xen. An. 5, 7, 25 u. Sp., wie Plut. u. N. T. – Auch vom Essen, dämpfen, schmoren, backen; Her. 2, 92; Ath. IX, 395 f; Poll. 10, 107; u. komisch, δικίδιον ἐν λοπάδι πεπνιγμένον, Ar. Vesp. 511. – Uebertr., ängstigen, quälen, ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει, τοῦτ' ἔστι Luc. Prom. 17, u. a. Sp.
-
2 ἀπο-πνίγω
ἀπο-πνίγω, erwürgen, ersticken, Her. 3, 150; Plat. Gorg. 471 c; neben ἄγχω, ἀπέπνιγον, Ar. Vesp. 1039, u. Folgende; fut. ἀποπνίξομαι, auch - πνίξω, Plat. com. Ath. II, 67 c; Lüc. Cont. 23; ἀποπνῖξαι, aor. inf., Ar. Vesp. 1134; Xen. Hell. 3, 1, 14. – Pass., ersticken, umkommen, ἀποπνιγήσομαι Ar. Nubb. 1487; ἀπεπνίγη Plat Gorg. 512 a; ertrinken, Dem. 32, 6 u. A. Uebertr., sich ängstigen, ἐπί τινι, um Einen, Luc. Gall. 28; ähnl. Dem. 19, 199 ἐφ' οἷς ἀποπνίγομαι, vor Unwillen verstummen.
См. также в других словарях:
πνίξω — πνί̱ξω , πνίγω choke aor subj act 1st sg πνί̱ξω , πνίγω choke fut ind act 1st sg πνί̱ξω , πνίγω choke aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρύγγι — το (Α λαρύγγιον) [λάρυγξ] νεοελλ. 1. ο λάρυγγας 2. φρ. α) «θα τού στρίψω το λαρύγγι» θα τόν πνίξω β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» φώναξα πάρα πολύ δυνατά αρχ. υποκορ. τού λάρυγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ ιον < θ. λαρυγγ (λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
σφριγηλός — ή, ό, Ν αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη] … Dictionary of Greek