-
1 πνιγω
πνιγω, fut. πνίξομαι, gew. πνιξοῦμαι, bei Luc. auch πνίξω, aor. ἔπνιξα, pass. ἐπνίγην, u. fut. πνιγήσομαι, – ersticken, erwürgen, erdrosseln, u. pass. ersticken, intrans.; Ar. Nubb. 1358. 1019; πνίγων, Plat. Gorg. 522 a; Antiph. 4 α 6; πνίγεσϑαι, ertrinken, Xen. An. 5, 7, 25 u. Sp., wie Plut. u. N. T. – Auch vom Essen, dämpfen, schmoren, backen; Her. 2, 92; Ath. IX, 395 f; Poll. 10, 107; u. komisch, δικίδιον ἐν λοπάδι πεπνιγμένον, Ar. Vesp. 511. – Uebertr., ängstigen, quälen, ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει, τοῦτ' ἔστι Luc. Prom. 17, u. a. Sp.
См. также в других словарях:
πνίγων — πνί̱γων , πνίγω choke pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… … Dictionary of Greek