Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλίσσομαι

См. также в других словарях:

  • πλίσσεσθαι — πλίσσομαι cross the legs pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίσσοντο — πλίσσομαι cross the legs imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπλίσσοντο — πλίσσομαι cross the legs imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεπλιγμένα — διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp neut nom/voc/acc pl διαπεπλιγμένᾱ , διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp fem nom/voc/acc dual διαπεπλιγμένᾱ , διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) διά πλίσσομαι cross the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεπλιγμένον — διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp masc acc sg διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp neut nom/voc/acc sg διά πλίσσομαι cross the legs perf part mp masc acc sg διά πλίσσομαι cross the legs perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπεπλιγμένον — ἐκ πλίσσομαι cross the legs perf part mp masc acc sg ἐκ πλίσσομαι cross the legs perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιπλίξ — ἀμφιπλίξ επίρρ. (Α) 1. ιππαστί, καβαλικευτά, με ανοιχτά σκέλη 2. (για ερπετά) αρπάζοντας κάτι με κουλουριάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλίξ «βήμα» < πλίσσομαι «βαδίζω με μεγάλο διασκελισμό»] …   Dictionary of Greek

  • αμφιπλίσσω — ἀμφιπλίσσω (Α) ανοίγω τα σκέλη, βαδίζω με δρασκελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλίσσω βλ. πλίσσομαι] …   Dictionary of Greek

  • αποπλίσσομαι — ἀποπλίσσομαι (Α) [πλίσσομαι] απομακρύνομαι με ανοιχτά βήματα, φεύγω πηδώντας …   Dictionary of Greek

  • καταπλίσσομαι — (Α) (αμφβλ. γρφ.) καταπατώμαι («ἡμῶν ἴσως σὺ καταπλιγήσει τῷ χορῷ» θα καταπατηθείς από τον χορό μας, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλίσσομαι «βαδίζω με μικρά βήματα»] …   Dictionary of Greek

  • περιπλίσσομαι — ΜΑ βάζω τα πόδια μου γύρω από κάτι ή σταυρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλίσσομαι «βαδίζω, βηματίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»