-
1 πλῆστιγξ
-
2 πληστιγξ
-
3 πλήστιγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλήστιγξ
-
4 πλάστιγξ
πλάστιγξ, ἡ, ion. πλῆστιγξ, 1) die Zunge am Wagebalken, dah. der Wagebalken selbst u. die Wage; ἐν πλάστιγγι ζυγοῠ κειμένου ἑκατέρου, Plat. Rep. VIII, 550 e; τιϑεὶς εἰς πλάστιγγας, Tim. 63 b; τὼ πλάστιγγε, Ar. Ran. 1374; u. Sp., εἰς πλάστιγγα δικαίην νειμάμενοι, Ep. ad. 10 (XII, 88); übertr. sagt Ath. I, 11 vom Homer εἰς τὴν αὐτὴν τιϑεὶς πλάστιγγα τὴν μέϑην τῇ μανίᾳ. – Bei Hesych. auch τὸ πρὸς τοὺς κοττάβους πινάκιον, oder nach Suid. τὸ κοῖλον τοῠ κοττάβου. – Von den Austerschalen, Opp. Hal. 2, 179. – 2) wegen der Aehnlichkeit das Joch der Pferde, χρυσῆ δὲ πλάστιγξ αὐχένα ζυγηφόρον πώλων ἔκλῃε, Eur. Rhes. 303. – 3) die Peitsche, χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανϑὲν δέμας, Aesch. Ch. 288. – 4) Tellerchen, Antiphan. bei Ath. XV, 667 a.
-
5 πλαστιγξ
Iион. πλήστιγξ - ιγγος ἥ [πλάζω]1) чашка весов(τιθέναι εἰς πλάστιγγας Plat.)
2) весы(π. δικαία Anth.)
3) ярмо Eur.II- ιγγος ἥ [πλήσσω] бич(χαλκήλατος π. Aesch.)
-
6 πλάστιγξ
A scale of a balance, Ar. Pax 1248 ; ; τιθέναι εἰς πλάστιγγας, ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι, Pl.Ti. 63b, R. 550e : metaph.,ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης Trag.Adesp.179
;ὅταν δαίμων ἀνδρὸς εὐτυχοῦς τὸ πρὶν πλάστιγγ' ἐρείσῃ τοῦ βίου παλίρροπον S.Fr.576.5
(prob. for μάστιγ'); τὸ τεᾷ π. δοθὲν μακαριστότατον τελέθει Lyr.Adesp.139
;ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος ἀντιρρέπων Ph.2.170
;εἰς τὴν αὐτὴν τιθεὶς π. τὴν μέθην τῇ μανίᾳ Ath.1.11a
.2 disk poised on the top of theῥάβδος κοτταβική, καθ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν π. ποιήσῃ πεσεῖν Antiph.55.6
, cf. Hermipp.47.8 (anap.) ;π. ἡ χαλκοῦ θυγάτηρ CritiasFr.1D.
, cf. Poll.6.110.III pl., surgical splints, Hippiatr.24,74 ; in form [full] πλήστιγγες, Hp. ap. Gal.19.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάστιγξ
См. также в других словарях:
πλήστιγξ — γγος, ἡ, Α ιων. τ. βλ. πλάστιγγα … Dictionary of Greek
πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… … Dictionary of Greek