Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλέκω

  • 121 πέπλεχα

    πλέκω
    plait: perf ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > πέπλεχα

  • 122 αντιπεπλεγμένα

    ἀντί-πλέκω
    plait: perf part mp neut nom /voc /acc pl
    ἀντιπεπλεγμένᾱ, ἀντί-πλέκω
    plait: perf part mp fem nom /voc /acc dual
    ἀντιπεπλεγμένᾱ, ἀντί-πλέκω
    plait: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αντιπεπλεγμένα

  • 123 ἀντιπεπλεγμένα

    ἀντί-πλέκω
    plait: perf part mp neut nom /voc /acc pl
    ἀντιπεπλεγμένᾱ, ἀντί-πλέκω
    plait: perf part mp fem nom /voc /acc dual
    ἀντιπεπλεγμένᾱ, ἀντί-πλέκω
    plait: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀντιπεπλεγμένα

  • 124 πλέκη

    πλέκω
    plait: pres subj mp 2nd sg
    πλέκω
    plait: pres ind mp 2nd sg
    πλέκω
    plait: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > πλέκη

  • 125 πλέκῃ

    πλέκω
    plait: pres subj mp 2nd sg
    πλέκω
    plait: pres ind mp 2nd sg
    πλέκω
    plait: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > πλέκῃ

  • 126 πλέξει

    πλέξις
    plaiting: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    πλέξεϊ, πλέξις
    plaiting: fem dat sg (epic)
    πλέξις
    plaiting: fem dat sg (attic ionic)
    πλέκω
    plait: aor subj act 3rd sg (epic)
    πλέκω
    plait: fut ind mid 2nd sg
    πλέκω
    plait: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > πλέξει

  • 127 πλέξη

    πλέξηι, πλέξις
    plaiting: fem dat sg (epic)
    πλέκω
    plait: aor subj mid 2nd sg
    πλέκω
    plait: aor subj act 3rd sg
    πλέκω
    plait: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > πλέξη

  • 128 πλέξῃ

    πλέξηι, πλέξις
    plaiting: fem dat sg (epic)
    πλέκω
    plait: aor subj mid 2nd sg
    πλέκω
    plait: aor subj act 3rd sg
    πλέκω
    plait: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > πλέξῃ

См. также в других словарях:

  • πλέκω — plait pres subj act 1st sg πλέκω plait pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — πλέκω, έπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

  • πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — έπλεξα, πλέχτηκα, πλεγμένος 1. με στρίψιμο ή κατάλληλες κινήσεις κάνω καλάθι, δίχτυ, στεφάνι, δαντέλα, κάλτσα. 2. μτφ., σχεδιάζω, καταστρώνω, ετοιμάζω: Έπλεξαν με λουλούδια στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπλεγμένα — πλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκετε — πλέκω plait pres imperat act 2nd pl πλέκω plait pres ind act 2nd pl πλέκω plait imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκῃ — πλέκω plait pres subj mp 2nd sg πλέκω plait pres ind mp 2nd sg πλέκω plait pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξαι — πλέκω plait aor imperat mid 2nd sg πλέκω plait aor inf act πλέξαῑ , πλέκω plait aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξον — πλέκω plait aor imperat act 2nd sg πλέκω plait fut part act masc voc sg πλέκω plait fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξω — πλέκω plait aor subj act 1st sg πλέκω plait fut ind act 1st sg πλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»