-
101 πλέξαιμεν
πλέκωplait: aor opt act 1st pl -
102 πλέξαιο
πλέκωplait: aor opt mid 2nd sg -
103 πλέξαμεν
πλέκωplait: aor ind act 1st pl (homeric ionic) -
104 πλέξαντας
πλέκωplait: aor part act masc acc pl -
105 πλέξαντες
πλέκωplait: aor part act masc nom /voc pl -
106 πλέξαντι
πλέκωplait: aor part act masc /neut dat sg -
107 πλέξασθαι
πλέκωplait: aor inf mid -
108 πλέξατο
πλέκωplait: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) -
109 πλέξε
πλέκωplait: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
110 πλέξειε
πλέκωplait: aor opt act 3rd sg -
111 πλέξειν
πλέκωplait: fut inf act (attic epic) -
112 πλέξηται
πλέκωplait: aor subj mid 3rd sg -
113 πλέξοιμι
πλέκωplait: fut opt act 1st sg -
114 πλέξοιντο
πλέκωplait: fut opt mid 3rd pl -
115 πλέξωμεν
πλέκωplait: aor subj act 1st pl -
116 πλέξωνται
πλέκωplait: aor subj mid 3rd pl -
117 πλέξωσι
πλέκωplait: aor subj act 3rd pl -
118 πλέξωσιν
πλέκωplait: aor subj act 3rd pl -
119 πέπλεγμαι
πλέκωplait: perf ind mp 1st sg -
120 πέπλεκται
πλέκωplait: perf ind mp 3rd sg
См. также в других словарях:
πλέκω — plait pres subj act 1st sg πλέκω plait pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκω — πλέκω, έπλεξα βλ. πίν. 25 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… … Dictionary of Greek
πλέκω — έπλεξα, πλέχτηκα, πλεγμένος 1. με στρίψιμο ή κατάλληλες κινήσεις κάνω καλάθι, δίχτυ, στεφάνι, δαντέλα, κάλτσα. 2. μτφ., σχεδιάζω, καταστρώνω, ετοιμάζω: Έπλεξαν με λουλούδια στεφάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπλεγμένα — πλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκετε — πλέκω plait pres imperat act 2nd pl πλέκω plait pres ind act 2nd pl πλέκω plait imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκῃ — πλέκω plait pres subj mp 2nd sg πλέκω plait pres ind mp 2nd sg πλέκω plait pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέξαι — πλέκω plait aor imperat mid 2nd sg πλέκω plait aor inf act πλέξαῑ , πλέκω plait aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέξον — πλέκω plait aor imperat act 2nd sg πλέκω plait fut part act masc voc sg πλέκω plait fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέξω — πλέκω plait aor subj act 1st sg πλέκω plait fut ind act 1st sg πλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)