-
1 dos
πλάτη -
2 záda
πλάτη -
3 grzbiet
πλάτη -
4 plecy
πλάτη -
5 sırt
πλάτη, ράχη, νώτα -
6 лопатка
лопатка ж анат. η ωμοπλάτη ◇ положить на обе \лопаткаи τον βάζω να φάει η πλάτη του χώμα* * *ж анат.η ωμοπλάτη••положи́ть на о́бе лопа́тки — τον βάζω να φάει η πλάτη του χώμα
-
7 спина
-
8 спина
спин||аж τά νώτα, ἡ ράχη [-ις], ἡ πλάτη:стоять \спинао́й στέκομαι μέ (γυρισμένη) τήν πλάτη· поверну́ться \спинао́й к кому́-л. прям., перен στρέφω τά νώτα σέ κάποιον, γυρίζω τίς πλάτες μου σέ κάποιον· делать что́-л. за \спинао́й у кого́-л. перен κάνω κάτι κρυφά ἀπό κάποιον плыть на \спинае́ κολυμβώ ἀνάσκελα (или ὑπτίως)· лежать на \спинае εἶμαι ξαπλωμένος ἀνάσκελα· упасть на́ спину πέφτω ἀνάσκελα· гнуть спи́ну перед кем-л. перен σκύβω τή ράχη, κύπτω τόν αὐχένα. -
9 pickaback
-
10 к
κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•
обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•
воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•
зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.
2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•
приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•
к вечеру κατά το βράδυ.
3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•
игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•
принять, к сведению παίρνω υπ όψη•
принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•
запонка к воротнику κουμπί για γιακά.
4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•
к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.
5. ως προς, σχετικά προς• προς•он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•
любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.
6. με•лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•
носом к носу μύτη με μύτη•
плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).
7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.
8. σε•к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.
9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.
10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.
11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•к несчастью δυστυχώς•
к счастью ευτυχώς•
к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•
к тому же επί πλέον, κι ακόμα•
к лучшему προς το καλύτερο•
к худшему προς το χειρότερο•
к моему стыду για ντροπή μου•
к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.
-
11 о
πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•
испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•
опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•
сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.
2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•плечо о плечо πλάτη με πλάτη•
рука об руку χέρι με χέρι•
бок о бок πλάι-πλάι.
3. (για χρόνο) σε, κατά•об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•
вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.
4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•
говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•
она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•
напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•
переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.
5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•
дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.
6. περί, κατά•о заре κατά την αυγή•
о празднике κατά τη γιορτή.
о 2επιφ.1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•о позор! τι ντροπή!•
о, муза! ω, μούσα!
2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•о-о! больно όι-όι! Πονά.
3. (με επιτακτική σημ.) ω•о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•
о нет! α όχι!
-
12 спина
анат. η πλάτη, η ράχη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спина
-
13 спинка
(напр. стула, сиденья) το ερεισίνωτο, η πλάτη, η ράχη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спинка
-
14 лопатка
лопат||каЖ1. уменьш. τό φτυάρι, τό φτυαράκι / τό μυστρί, τό μύστρον (каменщика, штукатура)·2. анат. ἡ ὠμοπλάτη· ◊ класть на обе \лопаткак и τόν βάζω νά φάει ἡ πλάτη του χῶμα· бежать во все \лопаткаки ὀπου φύγει φύγει, τό κόβω λάσπη. -
15 набегать
набега́||тьнесов1. προσκρούω, τρακάρω / σκεπάζω (о волнах и т. п.)·2. (собираться) μαζεύομαι·3. безл (морщить \набегать об одежде) σουρώνω (άμετ.), κάνω σούρες, πτυχοδμαι:на спине немного \набегатьет σουρώνει λιγάκι στήν πλάτη. -
16 накидывать
накидывать Iнесов ρίχνω (σέ μεγάλη ποσότητα).накидывать IIнесов ρίχνω, ρίπτω:\накидывать платок на голову ρίχνω τό μαντήλι στό κεφάλι μου· \накидывать на себя пальто́ ρίχνω τό παλτό στήν πλάτη μου. -
17 поворачиваться
поворачивать||сяγυρίζω (άμετ.), στρέφομαι, περιστρέφομαι:\поворачиватьсяся спиной γυρίζω τήν πλάτη μου, στρέφω τά νώτα -
18 разламывать
разламыватьнесов σπάνω (,игт.), θραύω, συντρίβω/ γκρεμίζω 0*ет.), κατεδαφίζω (постройку и т. п.):\разламывать на куски κάνω κομμάτια, κομματιάζω \разламываться (болеть) разг:у меня спина́ разламывается κόπηκε ἡ μέση μου, πιάστηκε ἡ πλατη μου. -
19 расправлять
расправлятьнесов1. (выпрямлять) ἰσ(ι)άζω, τακτοποιώ, τεντώνω:\расправлять морщины σβήνω τίς ρυτίδες· \расправлять складки (на платье) τεντώνω (или ἰσιάζω) τίς σοῦρες·2. (вытягивать, выпрямлять) τεντώνω:\расправлять крылья а) ἀνοίγω τα φτερά, б) перен ἀνοίγω φτερἄ \расправлять спину а) τεντώνω τήν πλάτη, б) перен σηκώνω τό κεφάλι, ἀνορθώνομαι. -
20 скрутить
скрутитьсов, скручивать несов1. (веревку, нитку и т. п.) τυλίγω, στρίβω, συστρέφω:\скрутить папиросу στρίβω τσιγάρο·2. (связывать) δένω:\скрутить ру́ки назад δένω κάποιου τά χέρια στήν πλάτη· ◊ болезнь его́ скрутила ἡ ἀρρώστια τόν Εκανε πτώμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλάτη — flat fem nom/voc sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc voc sg πλάτος breadth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλάτος breadth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτῃ — πλάτη flat fem dat sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτη — I Νησί στη δυτική ακτή της Άνδρου, στη συστάδα των Γαυριονησιών. Tην ίδια ονομασία έχει στα ελληνικά και το νησί Γιασύ Αντά της Προποντίδας, στη συστάδα των Πριγκιπόνησων. II Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην … Dictionary of Greek
πλάτη — η 1. η ράχη, τα νώτα: Έχω έναν πόνο στην πλάτη. 2. ωμοπλάτη ζώου, η σπάλα. 3. το πίσω μέρος της καρέκλας, επίπλου, αντικειμένου: Η πλάτη της καρέκλας δεν είναι αναπαυτική. 4. μτφ., στήριγμα, υποστήριξη: Έχει πλάτες, γι αυτό μιλά έτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατῆ — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατή — πλᾱτή , πλατός approachable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτηι — πλάτῃ , πλάτη flat fem dat sg (attic epic ionic) πλάτῃ , πλάτης platform masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάται — πλάτη flat fem nom/voc pl πλάτᾱͅ , πλάτη flat fem dat sg (doric aeolic) πλάτης platform masc nom/voc pl πλάτᾱͅ , πλάτης platform masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατᾶν — πλάτη flat fem gen pl (doric aeolic) πλάτης platform masc gen pl (doric aeolic) πλᾱτᾶν , πλατός approachable masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατέων — πλάτη flat fem gen pl (epic ionic) πλάτης platform masc gen pl (epic ionic) πλάτος breadth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) πλᾱτέων , πλατός approachable masc/fem gen pl (epic ionic) πλατύς wide masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατῶν — πλάτη flat fem gen pl πλάτης platform masc gen pl πλάτος breadth neut gen pl (attic epic doric) πλᾱτῶν , πλατός approachable fem gen pl πλᾱτῶν , πλατός approachable masc/neut gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)