Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πλάτη

  • 1 dos

    πλάτη

    Dictionnaire Français-Grec > dos

  • 2 záda

    πλάτη

    Česká-řecký slovník > záda

  • 3 grzbiet

    πλάτη

    Słownik polsko-grecki > grzbiet

  • 4 plecy

    πλάτη

    Słownik polsko-grecki > plecy

  • 5 sırt

    πλάτη, ράχη, νώτα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > sırt

  • 6 лопатка

    лопатка ж анат. η ωμοπλάτη ◇ положить на обе \лопаткаи τον βάζω να φάει η πλάτη του χώμα
    * * *
    ж анат.
    η ωμοπλάτη
    ••

    положи́ть на о́бе лопа́тки — τον βάζω να φάει η πλάτη του χώμα

    Русско-греческий словарь > лопатка

  • 7 спина

    спина ж η ράχη, η πλάτη
    * * *
    ж
    η ράχη, η πλάτη

    Русско-греческий словарь > спина

  • 8 спина

    спин||а
    ж τά νώτα, ἡ ράχη [-ις], ἡ πλάτη:
    стоять \спинао́й στέκομαι μέ (γυρισμένη) τήν πλάτη· поверну́ться \спинао́й к кому́-л. прям., перен στρέφω τά νώτα σέ κάποιον, γυρίζω τίς πλάτες μου σέ κάποιον· делать что́-л. за \спинао́й у кого́-л. перен κάνω κάτι κρυφά ἀπό κάποιον плыть на \спинае́ κολυμβώ ἀνάσκελα (или ὑπτίως)· лежать на \спинае εἶμαι ξαπλωμένος ἀνάσκελα· упасть на́ спину πέφτω ἀνάσκελα· гнуть спи́ну перед кем-л. перен σκύβω τή ράχη, κύπτω τόν αὐχένα.

    Русско-новогреческий словарь > спина

  • 9 pickaback

    ['pikəbæk] 1. adverb
    ((of a child) carried on the back: He carried the boy pickaback.) στην πλάτη
    2. noun
    (a ride on someone's back: Give me a pickaback, Daddy.) καβάλα στην πλάτη/στους ώμους

    English-Greek dictionary > pickaback

  • 10 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 11 о

    о 1, об, обо
    πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.
    1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•

    удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•

    испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•

    опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•

    сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.

    2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•

    плечо о плечо πλάτη με πλάτη•

    рука об руку χέρι με χέρι•

    бок о бок πλάι-πλάι.

    3. (για χρόνο) σε, κατά•

    об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•

    вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.

    4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•

    плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•

    говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•

    она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•

    напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•

    переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.

    5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•

    каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•

    дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.

    6. περί, κατά•

    о заре κατά την αυγή•

    о празднике κατά τη γιορτή.

    о 2
    επιφ.
    1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•

    о позор! τι ντροπή!•

    о, муза! ω, μούσα!

    2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•

    о-о! больно όι-όι! Πονά.

    3. (με επιτακτική σημ.) ω•

    о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•

    о нет! α όχι!

    Большой русско-греческий словарь > о

  • 12 спина

    анат. η πλάτη, η ράχη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спина

  • 13 спинка

    (напр. стула, сиденья) το ερεισίνωτο, η πλάτη, η ράχη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спинка

  • 14 лопатка

    лопат||ка
    Ж
    1. уменьш. τό φτυάρι, τό φτυαράκι / τό μυστρί, τό μύστρον (каменщика, штукатура)·
    2. анат. ἡ ὠμοπλάτη· ◊ класть на обе \лопаткак и τόν βάζω νά φάει ἡ πλάτη του χῶμα· бежать во все \лопаткаки ὀπου φύγει φύγει, τό κόβω λάσπη.

    Русско-новогреческий словарь > лопатка

  • 15 набегать

    набега́||ть
    несов
    1. προσκρούω, τρακάρω / σκεπάζω (о волнах и т. п.)·
    2. (собираться) μαζεύομαι·
    3. безл (морщить \набегать об одежде) σουρώνω (άμετ.), κάνω σούρες, πτυχοδμαι:
    на спине немного \набегатьет σουρώνει λιγάκι στήν πλάτη.

    Русско-новогреческий словарь > набегать

  • 16 накидывать

    накидывать I
    несов ρίχνω (σέ μεγάλη ποσότητα).
    накидывать II
    несов ρίχνω, ρίπτω:
    \накидывать платок на голову ρίχνω τό μαντήλι στό κεφάλι μου· \накидывать на себя пальто́ ρίχνω τό παλτό στήν πλάτη μου.

    Русско-новогреческий словарь > накидывать

  • 17 поворачиваться

    поворачивать||ся
    γυρίζω (άμετ.), στρέφομαι, περιστρέφομαι:
    \поворачиватьсяся спиной γυρίζω τήν πλάτη μου, στρέφω τά νώτα

    Русско-новогреческий словарь > поворачиваться

  • 18 разламывать

    разламывать
    несов σπάνω (,игт.), θραύω, συντρίβω/ γκρεμίζω 0*ет.), κατεδαφίζω (постройку и т. п.):
    \разламывать на куски κάνω κομμάτια, κομματιάζω \разламываться (болеть) разг:
    у меня спина́ разламывается κόπηκε ἡ μέση μου, πιάστηκε ἡ πλατη μου.

    Русско-новогреческий словарь > разламывать

  • 19 расправлять

    расправлять
    несов
    1. (выпрямлять) ἰσ(ι)άζω, τακτοποιώ, τεντώνω:
    \расправлять морщины σβήνω τίς ρυτίδες· \расправлять складки (на платье) τεντώνω (или ἰσιάζω) τίς σοῦρες·
    2. (вытягивать, выпрямлять) τεντώνω:
    \расправлять крылья а) ἀνοίγω τα φτερά, б) перен ἀνοίγω φτερἄ \расправлять спину а) τεντώνω τήν πλάτη, б) перен σηκώνω τό κεφάλι, ἀνορθώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > расправлять

  • 20 скрутить

    скрутить
    сов, скручивать несов
    1. (веревку, нитку и т. п.) τυλίγω, στρίβω, συστρέφω:
    \скрутить папиросу στρίβω τσιγάρο·
    2. (связывать) δένω:
    \скрутить ру́ки назад δένω κάποιου τά χέρια στήν πλάτη· ◊ болезнь его́ скрутила ἡ ἀρρώστια τόν Εκανε πτώμα

    Русско-новогреческий словарь > скрутить

См. также в других словарях:

  • πλάτη — flat fem nom/voc sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc voc sg πλάτος breadth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλάτος breadth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτῃ — πλάτη flat fem dat sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτη — I Νησί στη δυτική ακτή της Άνδρου, στη συστάδα των Γαυριονησιών. Tην ίδια ονομασία έχει στα ελληνικά και το νησί Γιασύ Αντά της Προποντίδας, στη συστάδα των Πριγκιπόνησων. II Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην …   Dictionary of Greek

  • πλάτη — η 1. η ράχη, τα νώτα: Έχω έναν πόνο στην πλάτη. 2. ωμοπλάτη ζώου, η σπάλα. 3. το πίσω μέρος της καρέκλας, επίπλου, αντικειμένου: Η πλάτη της καρέκλας δεν είναι αναπαυτική. 4. μτφ., στήριγμα, υποστήριξη: Έχει πλάτες, γι αυτό μιλά έτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατῆ — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατή — πλᾱτή , πλατός approachable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτηι — πλάτῃ , πλάτη flat fem dat sg (attic epic ionic) πλάτῃ , πλάτης platform masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάται — πλάτη flat fem nom/voc pl πλάτᾱͅ , πλάτη flat fem dat sg (doric aeolic) πλάτης platform masc nom/voc pl πλάτᾱͅ , πλάτης platform masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατᾶν — πλάτη flat fem gen pl (doric aeolic) πλάτης platform masc gen pl (doric aeolic) πλᾱτᾶν , πλατός approachable masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατέων — πλάτη flat fem gen pl (epic ionic) πλάτης platform masc gen pl (epic ionic) πλάτος breadth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) πλᾱτέων , πλατός approachable masc/fem gen pl (epic ionic) πλατύς wide masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατῶν — πλάτη flat fem gen pl πλάτης platform masc gen pl πλάτος breadth neut gen pl (attic epic doric) πλᾱτῶν , πλατός approachable fem gen pl πλᾱτῶν , πλατός approachable masc/neut gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»